Φέρτε μου το Κεφάλι του

Κείμενο: Δημήτρης Αναστασόπουλος
Εικονογράφηση: Θοδωρής Αρχοντής

Η πρόσφατη επικήρυξη κατηγορουμένων για πράξεις που δεν έχουν καν εκδικαστεί είναι μια ηχηρή ομολογία με δύο σκέλη: α) Οτι η πολιτική του ελέγχου μέσω πανάκριβων ηλεκτρονικών συστημάτων παρακολούθησης δεν αποδίδει στο πεδίο για το οποίο υποτίθεται ότι υλοποιήθηκε: αυτό του λεγόμενου κοινού εγκλήματος. β) Οτι οι κυρίαρχοι επιδιώκουν τη νομιμοποίηση της ρουφιανιάς στη συνείδηση της κοινωνίας, δημιουργώντας έναν νέο, νεφελώδη εχθρό.


Εξακόσιες χιλιάδες ευρώ για όποιον δώσει πληροφορίες για τρεις καταζητούμενους. Τα ονόματα και οι φωτογραφίες τους εμφανίστηκαν ξανά στα μέσα ενημέρωσης. Τόσο κοστολόγησε το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη το κάρφωμα κάποιων πολιτών για τους οποίους υπάρχουν ενδείξεις ότι συμμετείχαν σε ληστείες και «παράνομες οργανώσεις».
Κατ’ αρχάς, η επικήρυξη σε καιρούς που κάθε κράτος επαίρεται για το δίκτυο πληροφοριών που διαθέτει μέσα από υποκλοπές τηλεφώνων και πανάκριβα ηλεκτρονικά συστήματα παρακολούθησης αποδεικνύει απλώς ότι αυτά τα συστήματα δεν έχουν φτιαχτεί για το λεγόμενο κοινό έγκλημα – λόγο που επικαλούνται οι κυβερνήσεις κάθε φορά που αναβαθμίζουν τους μηχανισμούς ελέγχου της κοινωνίας. Οπως σε όλες τις ανάλογες υποθέσεις, τελικά το κράτος καταφεύγει στην παλιά δοκιμασμένη μέθοδο της κατάδοσης επί πληρωμή.
Από την άλλη, είναι και ζήτημα αισθητικής. Στο συλλογικό υποσυνείδητο η επικήρυξη ανθρώπου παραπέμπει σε εποχές ανομίας. Σε καιρούς που ο νόμος επιβαλλόταν με τα όπλα του ισχυρού. Είναι ίσως κληρονομιά του Χόλιγουντ με τα δεκάδες γουέστερν, όπου οι αφίσες στις πόλεις έγραφαν «καταζητείται νεκρός ή ζωντανός». Μόνο που ακόμη και στις ταινίες οι καταζητούμενοι, όπως ο Μπίλι δε Κιντ ή ο Τζέσε Τζέιμς, ήταν κατά κανόνα πολύ πιο συμπαθείς από τους άπληστους και συχνά δειλούς κυνηγούς κεφαλών.
Αλλωστε, αυτό ήταν φαινόμενο της Αγριας Δύσης. Στη σύγχρονη Ελλάδα δύσκολα μπορεί να βρεθεί πολίτης που να εμπιστεύεται τόσο το κράτος. Δεν είναι μόνο οι ιστορίες στις εφημερίδες για το πώς λεηλατήθηκαν τα ποσά για πληροφορίες από τα μυστικά κονδύλια της Αντιτρομοκρατικής. Αλλά, κυρίως, το στίγμα του ρουφιάνου, που είναι γερά ριζωμένο στο συλλογικό θυμικό.

Οπότε, προς τι η επικήρυξη ανθρώπων που είναι εξαφανισμένοι εδώ και τρία χρόνια; Πολύ απλά, η περσινή εξέγερση του Δεκέμβρη -πέρα από την οργή των «βανδάλων και χούλιγκαν» κατά τον τότε υπουργό- έδειξε ότι η πλειονότητα του πληθυσμού εκδήλωσε μια συχνά σιωπηλή, αλλά σίγουρα θετική διάθεση απέναντι σ’ αυτό το κίνημα. Μ’ άλλα λόγια, η διασάλευση της δημόσιας τάξης είχε αναπάντεχη αποδοχή από τον «μεσαίο χώρο».
Πολλοί το θεώρησαν ως απότοκο της οικονομικής κρίσης. Μόνο που η κρίση δεν είχε καν φτάσει στη χώρα μας. Μόλις τώρα άρχισε να γίνεται βεβαιότητα πως υπάρχει πρόβλημα και ότι η κρίση δεν βρίσκεται μόνο στα δελτία ειδήσεων. Οι αμερικανοί (κυρίως) οικονομολόγοι κάνουν εδώ και καιρό λόγο για τη «missing class». Τη μεσαία, δηλαδή, τάξη που ανέβηκε την κοινωνική κλίμακα χάρη στον συνεχή δανεισμό και τώρα έχει αρχίσει να χάνει τα κεκτημένα της. Νιώθει αβεβαιότητα και ανασφάλεια, που εξελίσσονται σε θυμό. Κι αν κάποτε ήταν το αγαπημένο παιδί των πολιτικών ηγετών, τώρα μεταμορφώνεται σε έναν απρόβλεπτο εχθρό.
Οπότε, τι κάνουν οι κυρίαρχοι; Παίζουν το αγαπημένο τους -ιστορικά- παιχνίδι. Ανακαλύπτουν ή επινοούν έναν μυστηριώδη εχθρό, σαν τους τρεις επικηρυγμένους, αφήνουν και υπόνοιες περί τρομοκρατίας και αρχίζουν τον αγώνα εναντίον τους – προσπαθώντας να μπερδέψουν σ’ αυτόν και την υπόλοιπη κοινωνία, με την απαραίτητη αμοιβή. Ετσι κι αλλιώς, όπως έλεγαν οι παλιοί αρνητές του συστήματος, προτιμούν να κριθούν στο πεδίο της ασφάλειας και της δημόσιας τάξης (όπου διαθέτουν και την υπεροπλία), παρά να ομολογήσουν ότι οι επόμενοι μήνες θα είναι όλο και χειρότεροι για τους πολίτες. Και πιο εκρηκτικοί για τους ίδιους.