Γιατί Δεν Ψηφίζουν οι Αναρχικοί

O,ΤΙ μπορεί να ειπωθεί για την ψηφοφορία μπορεί να συνοψιστεί σε μια φράση.

Να ψηφίζεις σημαίνει να παραιτείσαι απ’ τη δύναμή σου.

Να εκλέγεις έναν ή πολλούς αφέντες, για μεγάλο ή μικρό χρονικό διάστημα, σημαίνει ν’ αποποιείται κανείς την ελευθερία του.

Πες τον απόλυτο μονάρχη, συνταγματικό βασιλιά, ή απλό βουλευτή, ο υποψήφιος που ανεβάζεις στο θρόνο, στο έδρανο, ή την πολυθρόνα, θάναι πάντοτε ο αφέντης σου. Πρόκειται για πρόσωπα που βάζεις “πάνω” απ’ το νόμο, δοσμένου πως έχουν τη δύναμη να φτειάχνουν τους νόμους, και επειδή είναι αποστολή τους να βλέπουν ότι τους υπακούουν.

Να ψηφίζεις είναι αρμοδιότητα των ηλιθίων.

Είναι τόσο ανόητο όσο να πιστεύεις πως οι άνθρωποι, απ’ την ίδια πάστα με μας, θ’ αποκτήσουν σε μια στιγμή, με το κτύπημα μιας καμπάνας, τη γνώση και την αντίληψη των πάντων. Φυσικά έτσι είναι. Το εκλεγμένο σου πρόσωπο θα πρέπει να νομοθετεί πάνω σε κάθε θέμα υπό το φως του φεγγαριού· πώς ένα κουτί σπίρτα έπρεπε ή δεν έπρεπε να γίνει, ή πώς να κάμουν πόλεμο· πώς να βελτιωθεί η γεωργία, ή πώς να σκοτώσουν μια φυλή Αράβων ή λίγους Νέγρους με τον καλλίτερο τρόπο. Πιθανώς να πιστεύεις πως η ευφυΐα τους θ’ αυξηθεί ανάλογα με την ποικιλία των θεμάτων στα οποία θα επικεντρωθούν· αλλ’ η ιστορία και η εμπειρία διδάσκει τ’ αντίθετο.

Η κατοχή της εξουσίας έχει μια εξωφρενική επίδραση· τα κοινοβούλια επέφεραν πάντοτε δυστυχία.

Στις διοικητικές συνελεύσεις, μ’ ένα μοιραίο τρόπο, η βούληση που επικρατεί είναι κείνη κάτω του μέσου όρου, τόσο ηθικά όσο και διανοητικά.

Να ψηφίζεις σημαίνει να προετοιμάζεις προδότες και μια αισχρή προδοσία.

Οι εκλέκτορες πιστεύουν σίγουρα στην ειλικρίνεια των υποψηφίων, κι αυτό είναι ως ένα βαθμό υπαρκτό ενώ η ζέση και η θέρμη του διαγωνισμού παραμένει.

Αλλά κάθε μέρα έχει κι ένα αύριο. Απ’ τη στιγμή που οι συνθήκες μεταβάλλονται, όμοια κι οι άνθρωποι αλλάζουν. Σήμερα ο υποψήφιός σου υποκλίνεται ταπεινά ενώπιόν σου· αύριο θα πει “φτου” σε σένα. Από ένα ζητιάνο ψήφων έχει μετατραπεί σ’ έναν αφέντη σου.

Πώς μπορεί ένας εργάτης, που εντάχθηκε από σένα στην άρχουσα τάξη, νάναι ίδιος όπως πριν, δοσμένου ότι τώρα μπορεί να μιλήσει στο πλαίσιο της ισότητας με τους άλλους καταπιεστές; Κοίταξε τη δουλοπρέπεια του καθενός απ’ αυτούς, γραμμένη σ’ όλο του το πρόσωπο, ύστερα απ’ την επίσκεψη σ’ έναν “υπουργό βιομηχανίας”, ή όταν ο Βασιλιάς τον προσκαλεί στον προθάλαμο της αυλής του !

Η ατμόσφαιρα του “Οίκου” δεν είναι για βαθειές αναπνοές· είναι διεφθαρμένη. Εάν στείλετε έναν από σας σ’ ένα βρωμερό μέρος, δε θα πρέπει να εκπλαγείτε ύστερα εάν έρθει πίσω σε σάπια κατάσταση.

Ως εκ τούτου, μη συμμετέχεις με την ελευθερία σου.

Μην ψηφίζεις!

Αντί να εμπιστεύεσαι την υπεράσπιση των συμφερόντων σου σε Άλλους, δες το πράγμα από μόνος σου. Αντί να προσπαθείς να επιλέξεις συμβούλους που θα σε καθοδηγούν σε μελλοντικές πράξεις, κάνε το αυτό από μόνος σου, και κάνε το τώρα! Άνθρωποι καλής θέλησης δε θα έπρεπε να κοιτάνε μάταια για μακρό χρονικό διάστημα για την ευκαιρία.

Το να φορτώνουμε στους ώμους των άλλων την ευθύνη των πράξεων κάποιου είναι ανανδρία.

Μην ψηφίζεις!

Από το MOTHER EARTH (εκδ. Έμμα Γκόλντμαν)

 

Πηγή: http://classwar.espiv.net

Δεν Ψηφίζω

Πέρσι, η μικρότερη κόρη μου, γυρίζοντας από το σχολείο μου είπε: «Βρίσκομαι σε μεγάλη αμηχανία. Μου εξήγησαν ότι όλοι έχουν καθήκον να ψηφίζουν. Εν τω μεταξύ, εσύ δεν ψηφίζεις. Εξήγησέ μου γιατί!»

Είχα, τότε, καλά επιχειρήματα, σήμερα είναι ακόμα καλύτερα.

Κάποτε οι πολιτικές ιδέες είχαν σημασία στα μάτια των πολιτών και καθόριζαν την εκλογική τους επιλογή. Υπήρχε τότε ένα πολύ ξεκάθαρο όριο ανάμεσα στην αριστερά και τη δεξιά, ανάμεσα στους προοδευτικούς και τους συντηρητικούς. Ήδη όμως από τότε φαινόταν καθαρά ότι οι κοινωνικές κατακτήσεις είχαν κερδηθεί πρώτα απ’ όλα στους δρόμους, με τις εξεγέρσεις, τις απεργίες ή τις μεγάλες λαϊκές διαδηλώσεις. Οι λαϊκοί ρήτορες και οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι σοσιαλιστές και «κομμουνιστές» απέδιδαν κατόπιν στον εαυτό τους τα εύσημα και επωφελούνταν για
να ασκούν την επιρροή τους στις μάζες. Χωρίς την αποφασιστικότητα των διεκδικητικών κινημάτων δεν θα υπήρχε ούτε μείωση του χρόνου εργασίας, ούτε πληρωμένες διακοπές, ούτε δικαιώματα περίθαλψης, επίδομα ανεργίας, προνόμια που οι πολυεθνικές μαφίες κατεδαφίζουν σήμερα, με τη βοήθεια των κυβερνήσεων της δεξιάς και της αριστεράς.

Πολύ σύντομα είδαμε το εργατικό κίνημα να γίνεται γραφειοκρατικό. Φάνηκε ότι τα κόμματα και τα συνδικάτα τα απασχολούσε περισσότερο η αύξηση της εξουσίας τους παρά η προστασία ενός προλεταριάτου που μέχρι τη δεκαετία του 1960 υπερασπιζόταν μια χαρά τον εαυτό του. Το κόκκινο έγινε ροζ και το ρόδο φυλλορρόησε. Καθώς ο σοσιαλδημοκρατικός ρεφορμισμός γινόταν καπνός, η απάτη του λεγόμενου «κομμουνιστικού» κινήματος κατέρρεε με τη διάλυση της σταλινικής αυτοκρατορίας, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο σε μια πραγματική αποικιοποίηση των μαζών. Η ανάδυση και η κυριαρχία μιας οικονομίας κατανάλωσης ήρθαν όντως στην κατάλληλη στιγμή να αντισταθμίσουν τα δυσάρεστα αποτελέσματα της απο-αποικιοποίησης που οι λαοί του τρίτου κόσμου είχαν αποσπάσει διά της βίας.

Ο μύθος της κοινωνίας της ευδαιμονίας, που προπαγανδίζει ο καταναλωτισμός και που καταγγέλθηκε απ’ το Μάη του ’68, αποσυντίθεται σήμερα και συνοδεύει στη χρεοκοπία του τον χρηματιστηριακό καπιταλισμό, που η κερδοσκοπική του φούσκα σκάει και αποκαλύπτει
γύρω μας το κενό που δημιούργησε το τρελό χρήμα, το χρήμα που χρησιμοποιείται για την αναπαραγωγή του σε κλειστό κύκλωμα (όχι χωρίς να γεμίζουν στο διάβα του οι τσέπες των μαφιόζων μπίζνεσμαν και των πολιτικών, που μόλις ξαναεκλεγούν θα συστήσουν λιτότητα).

Εν τω μεταξύ το σουπερμάρκετ έγινε το πρότυπο της δημοκρατίας: διαλέγουμε ελεύθερα οποιοδήποτε προϊόν, φτάνει να το πληρώνουμε βγαίνοντας. Το σημαντικό για την οικονομία και αυτούς που επωφελούνται είναι να μας κάνουν να καταναλώνουμε οτιδήποτε για να ανεβαίνει ο τζίρος. Μέσα στην πελατειακή πολιτική που μας μαστίζει σήμερα, οι ιδέες δεν έχουν περισσότερη αξία από ένα διαφημιστικό φυλλάδιο. Αυτό που μετράει για τον υποψήφιο είναι να μεγαλώσει την εκλογική του πελατεία, ώστε να πάνε οι δουλειές του καλύτερα για τα εγωιστικά του συμφέροντα.

Tι θα πει πραγματική δημοκρατία; Μια συνέλευση πολιτών διαλέγει αντιπροσώπους για να υπερασπιστούν τις διεκδικήσεις της, τους δίνει εντολή να την εκπροσωπούν και τους ζητάει να δώσουν λόγο για την επιτυχία ή την αποτυχία της αποστολής τους. Όμως, σε τι θα με κπροσωπούσαν αυτοί που:
–κλέβουν τον δημόσιο πλούτο,
–χρησιμοποιούν τους δασμούς και τους φόρους των μισθωτών και των μικροεπαγγελματιών για να ξελασπώσουν τις καταχρήσεις των μπάνγκστερ,
–διαχειρίζονται τα νοσοκομεία σαν κερδοσκοπικές επιχειρήσεις χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους ασθενείς,
–προωθούν τα σχολεία-στρατόπεδα και κατασκευάζουν φυλακές και κλειστά κέντρα αντί να πολλαπλασιάζουν τα μικρά σχολεία,
–υποστηρίζουν τις μαφίες των αγροτικών προϊόντων που εκτρέπουν τη διατροφή από τη φύση,
–καταστρέφουν τους τομείς προτεραιότητας (μεταλλουργία, υφαντουργία, κατοικία, ταχυδρομεία, μεταφορές, υαλουργία, εργοστάσια αγαθών χρήσιμων στην κοινωνία);

Απ’ την άκρα αριστερά ως την άκρα δεξιά, αυτό που προέχει είναι η αναζήτηση πελατείας, είναι η εξουσία, το ψέμα, η απάτη και τα φούμαρα. Είναι η περιφρόνηση του φουκαρά που ρίχνει στα χαμένα την εμπιστοσύνη του στην κάλπη χωρίς να σκέφτεται τη χολέρα της απογοήτευσης που, καθώς τον οδηγεί εξαγριωμένο στην τυφλή λύσσα, τον προετοιμάζει για τη βαρβαρότητα του «ο καθένας για πάρτη του» και του «όλοι εναντίον όλων».
Μα, θα πείτε, δεν είναι όλοι οι πολιτικοί διεφθαρμένοι, δεν ξοδεύουν όλοι το χρήμα του φορολογούμενου σε επαγγελματικά ταξίδια, σε έξοδα παραστάσεως, σε διάφορες καταχρήσεις. Μερικοί είναι έντιμοι και αφελείς. Σίγουρα, αλλά αυτοί δεν μένουνε καιρό στην αρένα.
Εν τω μεταξύ χρησιμοποιούνται για προπέτασμα από τους διψασμένους για εξουσία, τους άρρωστους για κυριαρχία, τους διαχειριστές της εκλογικής φάρσας, τους προαγωγούς ενός ίματζ που κοτσάρουν παντού χωρίς να φοβούνται τη γελοιοποίηση. Ας μην παρεξηγηθώ: αν και η κοινοβουλευτική δημοκρατία σαπίζει όρθια, δεν προτείνω ούτε να την εξαφανίσουμε ούτε να την ανεχθούμε σαν το μη χείρον. Δεν θέλω ούτε το «Βούλωσ’ το!» ούτε το «Μη σταματάς να μιλάς!». Θέλω να ξαναβρεί η πολιτική το αρχικό της νόημα: τέχνη της διακυβέρνησης της πολιτείας. Θέλω μια άμεση δημοκρατία που να πηγάζει όχι από δαρμένους, προδομένους πολίτες που λένε «καλά είμαι εδώ», αλλά από άνδρες και γυναίκες που νοιάζονται να προάγουν παντού την αλληλεγγύη και την πρόοδο του ανθρώπου.

Όταν τοπικές κοινότητες δρώντας συνολικά –στο πρότυπο των διεθνών ομοσπονδιών–
αποφασίσουν την αυτοδιαχείρισή τους και εξετάσουν:
–Με ποιο τρόπο θα προωθηθεί η δημιουργία μορφών δωρεάν ενέργειας προς χρήση όλων.
–Πώς θα ιδρυθεί ένας επενδυτικός συνεταιρισμός που θα χρηματοδοτήσει την οικοδόμησή της.
–Πώς θα τεθεί σε λειτουργία η συλλογική διαχείριση ενός επενδυτικού ταμείου συγκροτημένου με τέτοια χρηματοδοτική συμμετοχή που να καθιστά δυνατή την άρνηση των μικρών και μεσαίων εισοδημάτων να καταβάλλουν τους δασμούς και τους φόρους που επιβάλλει το Κράτος-μπάνγκστερ.
–Πώς θα γενικευθεί η κατάληψη των εργοστασίων και η διαχείρισή τους από τους εργαζόμενους σε αυτά.
–Πώς θα οργανωθεί μια τοπική παραγωγή που θα προορίζεται για κατανάλωση από τις τοπικές και τις ομόσπονδες κοινότητες, ώστε να γλιτώσουμε από τις κομπίνες της αγοράς και να εξασφαλίσουμε σιγά σιγά τη δωρεάν διάθεση των αγαθών επιβίωσης, που καταργεί το χρήμα. (Μην πείτε πως είναι ουτοπία! Αυτό ακριβώς έκαναν το 1936 οι ελευθεριακές κοινότητες της Καταλονίας και της Αραγoνίας, πριν να τις συντρίψουν οι κομμουνιστές.)
–Πώς θα διαδοθεί η ιδέα και η πρακτική αυτού του δωρεάν που είναι το μόνο απόλυτο όπλο απέναντι στο εμπορευματικό σύστημα.
–Πώς θα ευνοηθεί η εξάπλωση των λεγόμενων βιολογικών αγροκτημάτων και η διείσδυσή τους μέσα στις πόλεις.
–Πώς θα πολλαπλασιαστούν μικρές σχολικές μονάδες γειτονιάς, απ’ όπου να έχουν εξοριστεί οι έννοιες του συναγωνισμού, του ανταγωνισμού και της αλληλοσφαγής. Ουτοπικό; Όχι. Στο Μεξικό, στο Σαν Κριστομπάλ, το Πανεπιστήμιο της Γης προτείνει μια δωρεάν εκπαίδευση στους πιο διαφορετικούς τομείς (συν τους παραδοσιακούς: εργαστήρια τσαγκαράδων, μηχανικών, ηλεκτρονικών, σιδηρουργίας, φυσικής καλλιέργειας, μαγειρικής, μουσικής, ζωγραφικής κτλ). Η μόνη απαιτούμενη ιδιότητα είναι η επιθυμία για μάθηση. Δεν υπάρχουν διπλώματα, αλλά ζητιέται από αυτούς «που ξέρουν» να μεταδίδουν δωρεάν και παντού τις γνώσεις τους.
–Πώς θα προικιστούν οι τοπικές κοινότητες με υγειονομικούς σταθμούς, όπου θα μπορεί να εξασφαλίζεται η βασική περίθαλψη με τη βοήθεια αγροτικών και συνοικιακών γιατρών.
–Πώς θα οργανωθεί ένα δίκτυο δωρεάν μεταφορών, που να μη μολύνει.
–Πώς θα τεθεί σε λειτουργία μια ενεργή αλληλεγγύη με στόχο τα παιδιά, τους γέροντες, τους αρρώστους και τους αναπήρους, τα άτομα με νοητικές δυσκολίες.
–Πώς θα φτιαχτούν εργαστήρια καλλιτεχνικής δημιουργίας ανοιχτά σε όλους.
–Πώς θα μετατραπούν τα σουπερμάρκετ σε αποθήκες, όπου τα προϊόντα, τερπνά και ωφέλιμα, θα ανταλλάσσονται με πράγματα ή με υπηρεσίες, με στόχο να εξαφανιστεί το χρήμα και η εξουσία.

Τότε θα ψηφίσω. Με πάθος!!!

 

Τίτλος πρωτότυπου: Pourquoi je ne vote pas

1η έκδοση: Siné Hebdo, τ. 80, 17/3/2010

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα: Bibliothèque des enfants perdus, Αθήνα 2010

(Μτφρ. natadipa)

 

Πηγή: http://classwar.espiv.net

Κάτω τα χέρια από το Κοινωνικό Κέντρο ΒΟΞ

Σήμερα, 20 Απρίλη, στις 6 πμ, πλήθος κατασταλτικών δυνάμεων με τρεις εισαγγελείς απέκλεισαν όλη την περιοχή των Εξαρχείων, ξυπνώντας μνήμες της εγκαθίδρυσης της Χούντας το ’67. Υλοποιώντας άμεσα και για πρώτη φορά την εντολή του εισαγγελέα Αρείου Πάγου Τέντε και με την αγαστή συνεργασία της εισαγγελέως Ράϊκου προχώρησαν στη σφράγιση του Κοινωνικού Κέντρου ΒΟΞ, χρησιμοποιώντας το πιλοτικά για να στείλουν ξεκάθαρο μήνυμα καταστολής των καταλήψεων και των ανοικτών κοινωνικών χώρων όπου λειτουργούν αυτοδιαχειριζόμενα εγχειρήματα, αλλά και ευρύτερων αγώνων που χρησιμοποιούν την κατάληψη ως μέσο αγώνα. Το ΒΟΞ ήταν η αρχή.

Μετά από εισαγγελικούς εκβιασμούς η Διοίκηση του ΙΚΑ προέβει σε μήνυση κατά του κατειλημμένου κοινωνικού κέντρου ΒΟΞ προσφέροντας έτσι και τυπικά τη νομιμοποίηση της ήδη προαποφασισμένης εκκένωσης. Ήδη το εγχείρημα αυτό στοχοποιήθηκε όπως και άλλες καταλήψεις στο πρόσφατο παρελθόν  με αφορμή επερωτήσεις μνημονιακών και μη βουλευτών αλλά πάντα πρόθυμων να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στη «διατήρηση του νόμου και της τάξης».

Όσον αφορά την παραπληροφόρηση των ΜΜΕ που συνεπικουρούν πάντα τις κατασταλτικές επιθέσεις, θριαμβολογώντας με απευθείας συνδέσεις, στήνοντας το γνωστό μιντιακό υπερθέαμα και εκτοξεύοντας τόνους λάσπης, εμείς δεν έχουμε την υποχρέωση να απαντήσουμε στο παραλήρημά τους.

Είναι προφανές ότι στόχος τους είναι η καταστολή όλων των κοινωνικών-πολιτικών εγχειρημάτων που θέτουν στο επίκεντρο του λόγου και της δράσης τους τον αντιιεραρχικό, αυτοοργανωμένο, αντικαθεστωτικό αγώνα, ειδικά σήμερα που τέτοια εγχειρήματα μέσα σε συνθήκες ολοκληρωτισμού  αποτελούν κομμάτι ενός δικτύου πολύμορφων κοινωνικών αντιστάσεων. Στα πλαίσια αυτά, στις αρχές του 2012, άτομα από τον αναρχικό-αντιεξουσιαστικό χώρο καταλάβαμε το ΒΟΞ με στόχο τη μετατροπή του σε ανοιχτό κοινωνικό κέντρο.

Η πρωτοφανής αυτή κατασταλτική επιχείρηση δε θα μείνει αναπάντητη.

Ως πρώτη κίνηση, καλούμε το Σάββατο στις 6 μμ σε συγκέντρωση στην πλατεία Εξαρχείων, όπου θα ακολουθήσει η προγραμματισμένη συναυλία του Κοινωνικού Κέντρου ΒΟΞ.

Το ΒΟΞ ή θα είναι κατειλημμένο κοινωνικό κέντρο ή  δε θα είναι τίποτα

 

Κάτω τα χέρια από τις καταλήψεις

Αντίσταση – Αυτοοργάνωση – Αλληλεγγύη  

 

Κατειλημμένο Κοινωνικό Κέντρο ΒΟΞ

ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ – ΠΟΡΕΙΑ ΠΛΑΤΕΙΑ ΣΗΜΗΡΙΩΤΗ Ν. ΙΩΝΙΑ ΤΡΙΤΗ 10 ΑΠΡΙΛΗ 6 ΜΜ

ΣΚΟΥΠΑ ΣΤΟΥΣ ΦΑΣΙΣΤΕΣ

ΟΧΙ ΣΤΟ ΦΑΣΙΣΜΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΒΙΑ

ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ – ΠΟΡΕΙΑ

ΤΡΙΤΗ 10 ΑΠΡΙΛΗ 6 ΜΜ

ΠΛΑΤΕΙΑ ΣΗΜΗΡΙΩΤΗ Ν. ΙΩΝΙΑ

 

ΚΑΜΙΑ ΑΝΟΧΗ ΣΕ ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ

ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΑΦΕΝΤΙΚΩΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΞΕΝΟΙ

ΓΙΑ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΜΕ ΜΕ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ

 

Ο φασισμός ανά την πάροδο των χρόνων παρουσιάζεται ως μια ολοκληρωτική πολιτική ιδεολογία που σκοπό έχει, μέσω της επιβολής εξουσίας, την δημιουργία του έθνους ως την απόλυτη κοινωνική πραγματικότητα Η έννοια του φασισμού ως πολιτική ιδεολογία εφαρμόστηκε επίσημα για τους αστούς ιστορικούς πρώτη φορά με το καθεστώς του Μουσολίνι στην Ιταλία το 1922.Ο ουσιαστικός στόχος του φασισμού είναι η συσσώρευση δύναμης και κέρδους. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της εκμετάλλευσης – υποτίμησης του ατόμου ως κομμάτι της εργατικής τάξης και του απόλυτου εξουσιαστικού ελέγχου του του από την αστυνομία και τον στρατό. Ο ίδιος αυτός στόχος είναι κι εκείνος του σημερινού υπάρχοντος καπιταλιστικού συστήματος. Δημοκρατία και δικτατορίες είναι πολιτεύματα που απλά εναλλάσσονται μεταξύ τους ανάλογα με τις κοινωνικές καταστάσεις και στοχεύουν στα ίδια αποτελέσματα.

 

Η κατάργηση της κοινωνικής και ταξικής αντιπαλότητας στοχεύουν στον αποπροσανατολισμό από την ταξική θέση του καθενός, μέσω της προβολής του έθνους, το οποίο ορίζεται βάσει αποκλειστικών βιολογικών, πολιτισμικών και ιστορικών συνθηκών, υπεράνω κάθε άλλης αξίας. Μ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργείται ένα κράτος -ή μια κοινωνική πραγματικότητα- βασισμένη στην εθνική-θρησκευτική ενότητα και την κοινωνική στασιμότητα, προς όφελος των εξουσιαστικών δομών και της άρχουσας τάξης. Η κοινωνική αυτή σταθεροποίηση ενισχύει τον διάχυτο ρατσισμό, ο οποίος προωθείται από το κράτος με σκοπό την τρομοκρατία και τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης. Ο ρατσιστικός εθνικιστικός λόγος, προβάλλεται από κάθε καθεστωτικό μέσο, ενώ παράλληλα ρατσιστικές παρακρατικές επιθέσεις συγκαλύπτονται και διαστρεβλώνονται από τα Μ.Μ.Ε. . Σε πολλές περιπτώσεις η άμεση συνεργασία του κράτους με φασιστικές ομάδες είναι απροκάλυπτη.

 

Η διαρκής προώθηση του ρατσισμού και του εθνικισμού από το κράτος έχει οδηγήσει σε πλήθος φασιστικών ενεργειών. Τους τελευταίους μήνες σε καθημερινό επίπεδο δυνάμεις ΜΑΤ μαζί με ασφαλίτες και μηχανές της ομάδας Δέλτα επιτίθενται στους μετανάστες μικροπωλητές έξω από την ΑΣΟΕΕ και την

Νομική. Τον Φεβρουάριο του 2009 πραγματοποιήθηκε επίθεση με χειροβομβίδα στο “Στέκι Μεταναστών” στην Τσαμαδού στα Εξάρχεια. Τον Μάιο του 2011,με αφορμή την δολοφονία του Μανώλη Καντάρη από μετανάστες, ξέσπασε παρατεταμένο ρατσιστικό πογκρόμ σε Κυψέλη, Βικτώρια και Ομόνοια, επιθέσεις σε σπίτια μεταναστών σε διάφορες περιοχές της Αθήνας και τα γεγονότα αυτά κορυφώθηκαν με την δολοφονία μετανάστη από το Μπαγκλαντές στα Κάτω Πατήσια. Πέρα από τις επιθέσεις σε μετανάστες, οι φασιστικές αυτές επιθέσεις (σε συνεργασία πάντα με την αστυνομία) στοχοποίησαν και τις καταλήψεις “Πατησίων 61 και Σκαραμαγκά” και “Βίλλα Αμαλίας”. Άλλες παρόμοιες επιθέσεις ήταν και η επίθεση με μολότοφ στην κατάληψη “Λέλα Καραγιάννη” τον Νοέμβρη του 2009,τα μαχαιρώματα συντρόφων από φασίστες στο στέκι “Αντίπνοια” τον Ιούνη του 2009 και την επίθεση 25 φασιστοειδών στην φυσικομαθηματική σχολή του ΕΚΠΑ τις 29 Μαρτίου του 2012 που οδήγησε σε τραυματισμό 4 φοιτητών.

 

Την Κυριακή 25 Μάρτη 2012 στην πλατεία Σημηριώτη στην Ν.Ιωνία, μετανάστες δέχτηκαν επίθεση από φασίστες. Κάποιος περαστικός στην προσπάθεια του να τους σταματήσει κάλεσε την αστυνομία του Α.Τ. Ν.Ιωνίας. Όταν κατέφθασαν οι αστυνομικοί ανέφεραν τους φασίστες ως “δικούς τους”, φόρεσαν χειροπέδες στα θύματα της επίθεσης και στον δρόμο μπάτσοι και φασιστές συνέχισαν να τους χτυπάνε από κοινού. Στο τμήμα όπου τους προσήγαγαν τους χτύπησαν ξανά, όπως κι έναν ακόμα μετανάστη που είχε προσέλθει στο τμήμα για τα έγγραφα του.

 

Ο φασισμός δεν αποτελεί ένα ξέχωρο πολιτικό σύστημα αλλά είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με το υπάρχον καπιταλιστικό πλάνο. Η κοινωνική ειρήνη χτίζεται μέσα από την συναίνεση αντιμαχόμενων τάξεων. Από αυτήν την υποχώρηση και αδρανοποίηση του κοινωνικού χώρου, οι σκοποί των κρατιστών

επιτυγχάνονται χωρίς καμία πλέον αντίσταση. Ας δώσουμε τέλος στην ανοχή και την συγκάλυψη κάθε φασιστικής ενέργειας.

 

 

ΚΑΜΙΑ ΑΝΟΧΗ ΣΕ ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΣΤΙΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΜΑΣ

ΟΧΙ ΣΤΟΝ ΦΑΣΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΒΙΑ

 

 

Αντιφασίστριες – Αντιφασίστες

Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΔΕΝ ΠΟΙΝΙΚΟΠΟΙΕΙΤΑΙ, ΔΕΝ ΦΥΛΑΚΙΖΕΤΑΙ

25η Μαρτίου 2012 , η  παρέλαση μετατρέπεται σε αυτό που το αστικό κράτος ήθελε πάντα,  σε μια επίδειξη σιδερένιας πειθαρχίας.  Σιδερένια περιφράγματα παντού, χιλιάδες αστυνομικοί, ασφαλίτες, διμοιρίες των ΜΑΤ, ομάδες ΔΙΑΣ, επίλεκτοι της ΟΠΚΕ πανέτοιμοι και οπλισμένοι απέναντι στον εσωτερικό εχθρό , τον λαό.

Οι αρχές της πόλης, όχι μόνο δεν ντρέπονται να απαιτούν  φόρο τιμής  από την νέα γενιά που καταστρέφεται, όχι μόνο αδιαφορούν για τον σιδερόφραχτο κλοιό αλλά  κορδώνονται και απαθανατίζονται στους τηλεοπτικούς φακούς κάνοντας προκλητικές δηλώσεις για καταστροφικές δυνάμεις που επιβουλεύονται τον νόμο και την τάξη, εννοώντας τον αντιστεκόμενο λαό.

Η παρέλαση στέφθηκε με πλήρη επιτυχία,  δύο συλλήψεις διαδηλωτών και ένας τραυματισμός .

Το μήνυμα σαφές.   Όσοι δεν σκύβουν το κεφάλι στην επίθεση κοινωνικής ερήμωσης, όσοι δεν αποδέχονται την αφαίρεση κάθε οικονομικού και κοινωνικού δικαιώματος, θα αντιμετωπίσουν το σιδερένιο ρόπαλο της εξουσίας… που δείχνει πια το πραγματικό της πρόσωπο. Ο τρι-κομματικός  θίασος πιστός υπηρέτης των διεθνών τοκογλύφων δανειστών της Ευρωπαϊκής ένωσης και του ΔΝΤ ποινικοποιεί  το αυτονόητο δικαίωμα του λαού να διαδηλώνει , ξεπερνώντας ακόμα και στρατιωτικές δικτατορίες.

Μέσα σε πρωτοφανές κλίμα αστυνομοκρατίας με δεκάδες ασφαλίτες και ένστολους στην αίθουσα του  δικαστηρίου οι 2 συλληφθέντες  διαδηλωτές καταδικάζονται. Ήταν μια απόφαση εκδικητική και παραδειγματική  που είχε ήδη είχε παρθεί και δεν αφορούσε καν το γελοίο κατηγορητήριο της αντίστασης κατά της αρχής , αλλά το δικαίωμα στη διαμαρτυρία και τη διαδήλωση. Οι μάρτυρες κατηγορίας ήταν αποκλειστικά αστυνομικοί οι οποίοι ισχυρίστηκαν ότι δέχθηκαν επίθεση, ενώ οι δικαστές  δεν έλαβαν υπόψη ούτε τους αυτόπτες μάρτυρες υπεράσπισης ούτε το φωτογραφικό υλικό.

Σε μια περίοδο που η σιδερένια μπότα των μνημονίων της συγκυβέρνησης, της Ε.Ε. και του ΔΝΤ έρχεται να καθυποτάξει τους εργαζόμενους στη βάρβαρη πολιτική της φτώχειας, της πείνας, της εξαθλίωσης, της απόλυσης και της ανεργίας, η βία, η κρατική καταστολή, ο αυταρχισμός και οι διώξεις αναδεικνύεται ως μοναδικό τους στήριγμα για να επιβάλουν τον κοινωνικό μεσαίωνα.

Το κράτος γίνεται προαγωγός παραδειγματικής βίας. Η χειρότερη βία όμως δεν είναι η σωματική και ορατή βία, αλλά η βία σαν κύρια οικονομική δύναμη που είναι σύμφυτη στις καπιταλιστικές εκμεταλλευτικές σχέσεις, η βία που παράγει τη φτώχεια και καθιστά περιττό ένα κομμάτι της ανθρωπότητας, η βία των «περιφράξεων» των δημόσιων αγαθών, η βία της αχαλίνωτης λεηλασίας  της φύσης και του πλούτου της .

Δεν μπορείς να πάρεις τον νόμο στα χέρια σου, υποστηρίζουν αυτοί που νομοθετούν και εξουσιάζουν. Μπορούμε , όμως, να πάρουμε τη ζωή μας,  αυτό δεν μπορεί να μας το απαγορέψει κανείς.

Κι αυτό  είναι που φοβούνται εν τέλει…

Όταν η οργή, η αγανάκτηση, η αποφασιστικότητα που πλημμυρίζει τους δρόμους ,  καταφέρει να υπερνικήσει τον φόβο, τότε θα έχουμε κάνει ένα τεράστιο βήμα και ο   χρόνος θα μετράει αντίστροφα.

Μπορούμε να νικήσουμε – μπορούμε να τους σταματήσουμε .

Η ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΒΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΦΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΕΡΓΙΑ

ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ & ΠΟΡΕΙΑ

ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΚΡΑΤΙΚΗ ΒΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ

ΣΑΒΒΑΤΟ 7 ΑΠΡΙΛΗ

 11.00πμ , Κεντρική πλατεία Λάρισας

αντιεξουσιαστική μαθητική κίνηση, αντιρατσιστική πρωτοβουλία λάρισας,

ιός κοινωνικής απελευθέρωσης(ι.κ.α.), ιός βιοχημείας, ντόπιοι ξένοι

Η ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΒΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΦΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΕΡΓΙΑ

Η ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΒΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΦΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΕΡΓΙΑ:

ΠΟΡΕΙΑ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΚΡΑΤΙΚΗ ΒΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ

ΣΑΒΒΑΤΟ 7 ΑΠΡΙΛΗ 11 π.μ. ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΛΑΤΕΙΑ ΛΑΡΙΣΑΣ

ΔΙΟΡΓΑΝΩΤΕΣ: ΑΝΤΙΡΑΤΣΙΣΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑΣ , Ι.Κ.Α. (ΙΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ) ΙΟΣ ΒΙΟΧΗΜΕΙΑΣ & ΝΤΟΠΙΟΙ ΞΕΝΟΙ.

Ο ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ, ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Στα στρατόπεδα συγκέντρωσης οι Ναζί οδηγούσαν τους μελλοθάνατους στα κρεματόρια, υπό τους ήχους του Βάγκνερ. Ήταν άνθρωποι του πνεύματος και της τέχνης.
Στην Κατοχή, οι Ναζί κράτησαν ανοιχτή τη λυρική σκηνή, αδιαλείπτως, για να επιβάλλουν την αντίληψη ότι όλα είναι μια χαρά και πως η ζωή συνεχίζεται. Έτσι, την ώρα που έσπαγαν το χέρι του σαλταδόρου για μια φρατζόλα ψωμί, που δολοφονούσαν στο Χαϊδάρι και εκτελούσαν στην Καισαριανή, οι τενόροι στα ψιλά και οι βαρύτονοι στα μπάσα κάλυπταν τα ουρλιαχτά του πραγματικού κόσμου.
Κυρίες και κύριοι συμποσιαστές, καλωσορίσατε στον πραγματικό κόσμο. Δεν σας προσφωνώ «αγαπητούς», όχι γιατί πάψαμε να είμαστε φιλόξενοι αλλά γιατί πάψαμε πια να είμαστε αφελείς. Καλωσορίσατε στον πραγματικό κόσμο, που δεν χωράει στις αίθουσες των συμποσίων.
Έναν κόσμο, που βογκά και υποφέρει, αυτοκτονεί και εξεγείρεται, απελπίζεται και θυμώνει. Θυμώνει ιδιαίτερα όταν τον προκαλούν και επιχειρούν να του υποβάλλουν την ιδέα πως η ζωή συνεχίζεται, σα να μη συμβαίνει τίποτα, σε μια χώρα πουλημένη, μ’ ένα λαό κατακρεουργημένο, ένα δημόσιο σχολείο λεηλατημένο, την ελπίδα ενταφιασμένη, τη νέα γενιά – και τις επόμενες – ερημωμένες.
Προκαλείται και μόνο με τη χρήση της λέξης ‘συμπόσιο’, σε μια εποχή γενικευμένης πείνας. Γιατί δεν οφείλει ο άνεργος της Καλύμνου ή ο συντετριμμένος εργαζόμενος να κάνουν παραπομπές στο ελληνογενές, πλην αγγλικό symposium, για να ανιχνεύσουν την επιστημονική, τάχα, συνάθροιση. Προκαλείτε, γιατί ο άμεσος συνειρμός, του κόσμου που υποφέρει, τον παραπέμπει στο στίχο του δημοτικού, «εσείς τρώτε και πίνετε και λιανοτραγουδάτε και πίσω μας κουρσεύουνε, Σαρακηνοί κουρσάροι»
Προκαλείτε, γιατί ποιος καταδέχεται πληρωμένες διακοπές από αυτούς που διαχειρίζονται τη συλλογική δυστυχία; Ποιος καταδέχεται πληρωμένες φιέστες από ένα λαό , που κατά κοπάδια, αποχαιρετιέται στα λιμάνια της μετανάστευσης;
Σα να μην περισσεύουν, εδώ και παντού, οι μεγάλες ανάγκες και η γενικευμένη ένδεια.
Θα μου πείτε, λοιπόν να μη λέγεται και να μη γίνεται τίποτα.
Να λέγεται και να γίνεται αυτό που αρμόζει στη συγκυρία. Και αυτό που αρμόζει στη συγκυρία δεν είναι οι λεξιλάγνες συναθροίσεις. Αυτό που αρμόζει στη συγκυρία θα ήταν να υψώσουμε όλοι το ανάστημά μας. Κι εσείς, ως επιστημονικοί και παιδαγωγικοί σύμβουλοι να αρθρώσετε, επιτέλους, μια λέξη για τη μεγάλη λεηλασία της χώρας, του λαού και του σχολείου. Όχι μόνο δεν το κάνατε, ούτε καν το διανοηθήκατε.
Προκαλείτε και με τον τίτλο της επιστημονικοφανούς αυτής συνάθροισης: «ποιότητα στο σύγχρονο σχολείο»!!! Από πότε οι ετοιμοθάνατοι έχουν ποιότητα; Ίσως μόνο έτσι όπως την οριοθέτησε ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές. «Ζούμε σε μιαν εποχή νεκρόφιλη, που νοιάζεται περισσότερο για την όψη των νεκρών, παρά των ζωντανών. Τους μακιγιάρουν, να έχουν ροδαλά μάγουλα και κόκκινα χείλη και να μοιάζουν, έτσι, πως πέθαναν ευτυχισμένοι».
Και το δημόσιο σχολείο σήμερα – αν δεν είναι κιόλας νεκρό – σίγουρα ψυχορραγεί.
Πεθαίνει μακιγιαρισμένο.
Πεθαίνει από κάθε άποψη.
Γιατί πρώτα απ’ όλα έχει καταντήσει ένα σχήμα λόγου, προκλητικά οξύμωρο.
Ο δημόσιος χαρακτήρας του λεηλατείται από παντού και σε όλες τις βαθμίδες.
Η δωρεάν παροχή του έχει γίνει το πιο σύντομο ανέκδοτο.
Το περιεχόμενο του αφορά στην παραγωγή διαχειρίσιμων, πολιτικά και εργασιακά, ημιαναλφάβητων.

Πεθαίνει γιατί απαγορεύει την παιδικότητα μ’ ένα ωράριο εξουθένωσης και παραλογισμού.

Γιατί συντρίβει την εφηβεία, όχι μόνο κάτω από μια ανούσια εξουθένωση, που δεν καταλήγει σε γνώση, αλλά και γιατί υποβάλλει, στην ηλικία της κατ’ εξοχήν συλλογικής φαντασίωσης και αλληλεγγύης, τον άγριο ανταγωνισμό.
Κι όλ’ αυτά, για μια θέση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, την ισοβαθμισμένη με τα ιδιωτικά κολλεγιακά τίποτα, με το πανεπιστημιακό άσυλο στο ρόπαλο του ματατζή, με τη χρηματοδότηση στην καλή προαίρεση κουτοπόνηρων αξιολογητών και το παρεχόμενο πτυχίο, φτερό στον άνεμο της αδυσώπητης αγοράς.
Πεθαίνει γιατί με απίστευτη υποκρισία υποδύεται τις ίσες ευκαιρίες για όλα τα παιδιά. Και αυτά που αρμέγουν πρόβατα απ’ το άγριο χάραμα, πριν έρθουν στο σχολείο και γι αυτά που έχουν τον προσωπικό φροντιστή τους σε κάθε αντικείμενο. Το έκανε από πάντα. Τώρα το κάνει ξετσίπωτα.
Γιατί στεγάζεται σε κτίρια που τρέχουν, μπάζουν και βουλιάζουν. Αλλά και γιατί , ακόμα και στις περιπτώσεις της αξιοπρεπούς στέγασης, είναι το ίδιο άδειο πουκάμισο.
Πεθαίνει γιατί θέλει εκπαιδευτικούς, ζόμπι,
Γιατί έχει γίνει μια κουρελού δανεικών αποτυχημένων συστημάτων. Όχι στην αγωνιώδη αναζήτηση του μορφωτικά αναγκαίου, αλλά για να προσαρμοστεί στην αγοραία αντίληψη των ημιμαθών και φτηνών αναλώσιμων της εργασιακής flexicurity.
Ευαγγέλιο και αλφαβητάρι όλων των επικίνδυνων εκπαιδευτικών «μεταρρυθμίσεων», από τον Κοντογιαννόπουλο ως τον Αρσένη κι από την Κουτσίκου στη Διαμαντοπούλου, οι οδηγίες του ΟΟΣΑ, τα εργαλειακά συναξάρια της Πίζας, οι εντολές της Τρόικας, οι παραγγελιές του ΔΝΤ, ό,τι, τέλος πάντων, εκπορεύεται από την αρχή: «μορφώστε, δηλαδή καλουπώστε φτηνό εργατικό δυναμικό». Κι από πίσω το χαμηλότερο στελεχικό δυναμικό να τα υπερασπίζεται και να τα στηρίζει.
Γι αυτό έχουν σοδομηθεί και οι έννοιες.
Από τη γνώση στην κατάρτιση κι από το μαθητή στον πελάτη.
Η «ποιότητά» του σημερινού σχολείου δεν είναι κλεισμένη σε απλά εισαγωγικά, αλλά σε κάγκελα.
Η «ποιότητα» του σημερινού σχολείου αρχίζει και τελειώνει στην πρώιμη εξουθένωση, τη βαριά αιμορραγία του οικογενειακού προϋπολογισμού, την εξετασιομανία, τον εξοβελισμό του μη εξεταστικά «χρήσιμου», την αφόρητη πλήξη, και την πρώιμη κοινωνική κατηγοριοποίηση.
Όλα αυτά διανθισμένα με άνοστες επιφάσεις δημοκρατίας και ενός δήθεν αντιαυταρχικού αχταρμά.
(Στα πλαίσια της ίδιας επίφασης δημοκρατίας δέχεστε να ακουστεί και η άλλη άποψη, από την ΕΛΜΕ από μένα, για να έχετε το άλλοθι της πολυφωνίας. Σας το δίνουμε συνειδητά για να φέρουμε εδώ μέσα λίγο από τον πραγματικό κόσμο του σήμερα.
Στα πλαίσια της ίδιας επίφασης δημοκρατίας, θα μιλήσουν αύριο και οι μαθητές, την ώρα που οι καθ’ ύλην αρμόδιοι θα απουσιάζουν σε στρογγυλή τράπεζα διαχείρισης κρίσεων του σχολείου. Θα είναι ανοιχτή στο κοινό η στρογγυλή τράπεζα; Να ακούσουμε κι εμείς αν με τον όρο ‘κρίση’ εννοείτε τη λεηλασία του σχολείου; Ή μήπως κάτι άλλο;)
Όσοι υπαγορεύουν κι άλλους, εκ προοιμίου, αποτυχημένους πειραματισμούς, χαντακώνοντας γενεές επί γενεών, χωρίς ποτέ να έχουν λογοδοτήσει, όσοι έβαλαν λουκέτο σε πρόσθετη και ενισχυτική, όσοι έκλεισαν τον ΟΣΚ και άφησαν το σχολικό κτίριο, βορά στην ιδιωτική κερδοσκοπία, είναι ένοχοι.
Όσοι διαλύουν τον ΟΕΔΒ και δοξάζουν την ψηφιακή αστειότητα, όσοι κλείνουν σχολεία και ετοιμάζουν μονάδες μαμούθ, προδιαγεγραμμένης παραβατικότητας, με τα παιδιά να μετακινούνται δεκάδες χιλιόμετρα ή να διακόπτουν τη φοίτηση, όσοι καταργούν τους βρεφονηπιακούς σταθμούς, είναι ένοχοι.
Όσοι ανακάλυψαν το φτηνιάρικο ολοήμερο, χωρίς υποδομές και δασκάλους, όχι για να συμπαρασταθούν στον εργαζόμενο γονιό ή να ελαφρύνουν την τρελή προετοιμασία των παιδιών στο σπίτι, αλλά για να τα προσαρμόσουν, από νωρίς στο μελλοντικό εργασιακό τους κάτεργο, όσοι βαφτίζουν, σα μεσαιωνικοί καλόγηροι, την απόλυση, αξιολόγηση, είναι ένοχοι.
Όσοι ροκανίζουν τα κρατικά μασούρια και αφήνουν την παιδεία και την υγεία να γίνουν ψωμοζήτουλες χορηγών, όσοι εντέλλονται έναν εκπαιδευτικό φοβισμένο και αδύναμο, χειραγωγημένο και ευπειθή, απλήρωτο και απελπισμένο, είναι ένοχοι.
Όσοι επιχειρούν να μακιγιάρουν αυτό το φόνο, κλείνοντας συνειδητά τα μάτια, είναι συνένοχοι.
Στην κατηγορία της συνενοχής εντάσσεται κάθε φιέστα, όπως αυτή, που περιφέρει χιλιοειπωμένες ανούσιες εισηγήσεις, προκειμένου να στηρίξει ένα εκπαιδευτικό σύστημα που καταρρέει και να φορτώσει δράσεις και προσόντα στα βιογραφικά φερέλπιδων στελεχών του εκπαιδευτικού νεκροτομείου.
Αυτό είναι το εκπαιδευτικό μας περιβάλλον. Αυτό είναι το σύγχρονο σχολείο και η “ποιότητά” του.
Το κοινωνικό μας σκηνικό είναι ένα σκοτεινό τούνελ, μέσα στο οποίο συνωστίζονται χρεοκοπημένοι και απολυμένοι που αυτοκτονούν. Συνωστίζονται τα «τιμημένα γηρατειά» που αντιμετωπίζουν καθημερινά το δίλημμα, ή φαΐ ή φάρμακο και τα «περήφανα νιάτα» που καλούνται να διασχίσουν μια εκπαιδευτική, εργασιακή και ασφαλιστική Σαχάρα, χωρίς σταγόνα νερό.
Και να μην το ξεχάσουμε, σ’ αυτό το σκοτεινό τούνελ συνωστίζεται και μια δημοκρατία που δε συρρικνώθηκε απλά σε επίφαση, αλλά μεταλλάχτηκε σε χρεοκρατία και τρομοκρατία του νου και της ζωής. Μια «δημοκρατία», διάσπαρτων Γκουαντάναμο στην ελληνική επικράτεια, όπου θα συντελείται το “διαπολιτισμικό όραμα”. Μια “δημοκρατία” απίστευτης ποσότητας χημικών και δακρυγόνων, ξένων επιτροπάτων στα υπουργεία και ελεύθερων σκοπευτών που προστατεύουν τις μαριονέτες από την έκρηξη της «αγάπης» του λαού.
Μπορεί κάποιος, σ’ αυτό το σημείο, να πει, «χάρη στη δημοκρατία μπορείς και λες αυτά που λες. Όχι για πολύ ακόμα. Έχουν φροντίσει γι αυτό με την επερχόμενη αξιολόγηση. Μόνο σκυφτοί και γκρίζοι δάσκαλοι δε θα περισσεύουν στο σύστημα, για να υπογράφουν ατομικά συμβόλαια αποδοτικότητας.
Μέσα σ΄ αυτό το σκηνικό καλείται ο εκπαιδευτικός να παίξει ένα ρόλο που, όχι μόνο να συντηρεί τις βασικές δομές, χωρίς αμφισβητήσεις, αλλά να τις περιφρουρεί με φανατισμό για να μπορεί να αξιώνεται τη μπουκιά το ψωμί.
Κατακερματισμένος σε δέκα διαφορετικές εργασιακές κατηγορίες, ωρομίσθιος, αναπληρωτής, ΕΣΠΑτζής, μόνιμος υπό αίρεση, μόνιμος με τη σιγουριά της διαρκούς υπόκλισης και προσφάτως, κατά τα άρρωστα μυαλά των επιτελών, εθελοντής για την αποκομιδή. λέει, διδακτικής εμπειρίας. Σε όλες τις εκδοχές του, σίγουρα πεινασμένος, συχνά διαπομπευμένος και όχι σπάνια εμπορευόμενος την, ας πούμε, γνώση.
Με αυτό το εργασιακό αλαλούμ, καλείται να παρέχει έναν όγκο κατακερματισμένων, αντιφατικών και άχρηστων πληροφοριών, που δεν συντελούν στη δημιουργία συγκροτημένων ανθρώπων. Ανθρώπων που να μπορούν να αντιλαμβάνονται, να αμφισβητούν, να δρουν, να πηγαίνουν μπροστά και όχι πίσω το κάρο της ιστορίας.
Δεν είναι καθόλου υπερβολή αυτό που λέγεται από ερευνητές της εκπαίδευσης ότι παράγουμε ‘διαδικαστικούς ηλίθιων’ , ή ‘προσοντούχους αναλφάβητους’, που μπορεί να έχουν καλές επιδόσεις στο σχολείο, στις εξετάσεις, ακόμη και στο Πανεπιστήμιο, μα αδυνατούν να κατανοήσουν πώς λειτουργεί το σώμα τους, πώς κινείται ο κόσμος και ποιες κοινωνικές διεργασίες συντελούνται γύρω τους.
Είναι λοιπόν ο ρόλος του εκπαιδευτικού αυτός; Να παράγει ανθρώπους που πάσχουν από ιστορική αμνησία, από μαθηματική ακρισία και γλωσσική δυσλειτουργία, αλλά κυρίως από κοινωνική δυσλεξία;
Να παράγει δηλαδή κατακερματισμένους αναλφάβητους και πειθήνιους υπήκοους;
Στην καλύτερη περίπτωση άρτιους σε ένα πολύ στενό επιστημονικό πεδίο, σε μια εποχή υπερεκμετάλλευσης, κατάργησης κάθε κοινωνικής πρόνοιας και σοδόμησης όλων των ανθρώπινων δικαιωμάτων;
Αν υπάρχει κανείς που πιστεύει πως ναι, αυτός πρέπει να είναι ο στόχος του εκπαιδευτικού, να φοράει δηλαδή τη δημοσιοϋπαλληλική εσθήτα και να διεκπεραιώνει τα ‘εντέλλεσθε’ χωρίς καμιά αμφισβήτηση, τότε σημαίνει πως ήρθε ο καιρός να αποσυρθεί ο άνθρωπος-εκπαιδευτικός και να αντικατασταθεί από τον προσωπικό υπολογιστή του κάθε μαθητή. Θα είναι, έτσι, συγκυριακά ταιριαστός με την ψηφιακή αστειότητα, διεκπεραιωτικά πιο αποτελεσματικός, συναισθηματικά απολύτως άχρωμος και ιδεολογικά παντελώς κατευθυνόμενος.
Όσο όμως υπάρχει έστω και ένας εκπαιδευτικός που αισθάνεται λιγότερο διεκπεραιωτής και περισσότερο δάσκαλος, τόσο θα είναι αναγκαία η διερώτηση πάνω στο ποιος είναι ο ουσιαστικός ρόλος μας σήμερα.
Κανένας δεν έχει την απαίτηση να γίνουμε όλοι Δημήτρης Γληνός ή Ρόζα Ιμβριώτη. Μια κοινωνία όπου όλοι οι δάσκαλοι θα είχαμε το εκτόπισμα του Γληνού, δε θα έφτανε εδώ που έφτασε και θα έκανε περιττές αυτές τις ανησυχίες.
Έχουμε όμως ανάγκη από εκπαιδευτικούς που θα έχουμε ξεκαθαρίσει τουλάχιστον τα αυτονόητα. Ότι το ζήτημα κατ’ αρχήν της σχολικής αποτυχίας δεν αποτελεί γονιδιακό κατάλοιπο, αλλά κοινωνική συνέπεια.
Έχουμε ανάγκη από εκπαιδευτικούς που θα ανεβάζουμε τον πήχη της μαθητικής διερώτησης.
Θα σεβόμαστε τα παιδιά ως ανθρώπινες οντότητες που έχουν απλώς νεότερη ηλικία, που θα κάνουμε όσο γίνεται λιγότερη χρήση της από καθέδρας μιζέριας, και θα γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο απωθητικό από το χάος μεταξύ λόγων και πράξεων.
Τίποτα δεν είναι πιο αποκρουστικό στα νεανικά μάτια από το χάσμα ανάμεσα στη διδακτική θεωρία και την προσωπική πρακτική. Εμείς που διδάσκουμε στους νέους ανθρώπους την ιστορία των αντιστάσεων, των εξεγέρσεων, της προσωπικής διερώτησης, της ατομικής και συλλογικής αξιοπρέπειας, της φυσικής αρμονίας, της μαθηματικής συνέπειας, δεν μπορούμε να το κάνουμε μέσα από μια προσωπική πρακτική που αναιρεί τη θεωρία.
Ούτε μέσα από ένα σύστημα τυποποιημένης διεκπεραίωσης που αρχίζει με το βαθμολόγιο της κωλότσεπης και τελειώνει στο ανιαρά προβλέψιμο, με πολλά ενδιάμεσα χασμουρητά.
Μια τυποποιημένη διεκπεραίωση για όλες τις εποχές, χωρίς προεκτάσεις στο σήμερα.
Κομμάτι αυτής της προέκτασης είμαστε πρωτίστως εμείς. Δεν υπάρχει τίποτα πιο κωμικό από ένα δάσκαλο που κουβαλά τη θλιβερή μιζέρια της δημοσιοϋπαλληλικής καχεξίας, που ενστερνίζεται την αρχή του ‘δε βαριέσαι’, που μένει απαθής και αδιάφορος στα γεγονότα της εποχής του.
Δεν έχουμε το δικαίωμα οι δάσκαλοι να λέμε αυτό είναι σχολείο και αυτή είναι κοινωνία. Να υιοθετούμε δηλαδή και να προωθούμε την αντίληψη που θέλει το σχολείο να λειτουργεί σ’ ένα αποστειρωμένο περιβάλλον και να κλείνει ερμητικά απέξω τα μεγάλα ζητήματα που βάζει σήμερα η κοινωνία. Από την εργασιακή ισοπέδωση ως τη διεθνή ειρήνη, από τον κοινωνικό εκφασισμό και το μαύρο ρατσισμό έως την πολιτιστική ομογενοποίηση.
Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να βρούμε και να αναδείξουμε τους ενδιάμεσους σε κοινωνία και σχολείο κρίκους. Και στη θεωρία και στην πράξη.
Η εποχή μας, με τον ευτελισμό της ανθρώπινης υπόστασης, τα παιδιά μας, με το ανταγωνιστικό, αγχωτικό σχολείο έχουν ανάγκη από το δάσκαλο που θα είναι παλλόμενη δύναμη. Που θα τα προσγειώνουμε στην πραγματικότητα, χωρίς να τους στερούμε το όνειρο. Που μέσα από την ‘άλλη’ τη δική μας ‘διδακτέα ύλη’ θα καταφέρνουμε να υποδεικνύουμε, με το λόγο και την πράξη μας, το σωστό, που είναι πάντα και σε όλες τις εποχές, το κοινωνικά αναγκαίο.

Ας μου επιτραπεί μια προσωπική αναφορά ως προτροπή. Για μένα, που ετοιμάζομαι, μετά από 30 χρόνια, να αποχωρήσω απ’ ότι πιο πολύ αγάπησα και μίσησα – το δημόσιο σχολείο – έχοντας κουβαλήσει στην πλάτη το χτυπημένο μαθητή, έχοντας ακούσει εκατοντάδες εξομολογήσεις παιδιών και γελάσει μέχρι δακρύων προετοιμάζοντας τις θεατρικές μας παραστάσεις, έχοντας δουλέψει ως δασκάλα, καθαρίστρια, μπογιατζής, πρακτικογράφος και προγραμματίστρια του σχολείου κι έχοντας πρωτοστατήσει στην ίδρυση ενός εσπερινού Γυμνασίου για τα παιδιά του μεροκάματου, ενός σωματείου για τους περιπλανώμενους δασκάλους και μιας σχολικής βιβλιοθήκης για να αγαπηθεί η ιστορία και η φαντασία του ανθρώπου, για μένα, λοιπόν, αυτό είναι το τέλος εποχής.

Μπροστά μας, συνάδελφοι μου, της σχολικής αίθουσας και της κιμωλίας, όχι της γραφειοκρατίας και της αργομισθίας, βρίσκεται η μεγάλη πρόκληση.
Ή θα αγωνιστούμε, με όλες μας τις δυνάμεις – το νου, την πένα, τη διδασκαλία και την ψυχή μας – για την εργασιακή μας αξιοπρέπεια και για το δικαίωμά των παιδιών στη ζωή και το όνειρο, και θα γίνουμε έτσι μέρος μιας νέας εκπαιδευτικής και κοινωνικής προσδοκίας
ή σύντομα θα καταντήσουμε ένα ακόμα θλιβερό έπιπλο της ασφυκτικής σχολικής αίθουσας, μπορεί και άλλο ένα αλλήθωρο στέλεχος της εκπαιδευτικής ερημιάς και τότε δεν θα αξίζει πια να λεγόμαστε δάσκαλοι.
Νίνα Γεωργιάδου