Ο ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ, ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Στα στρατόπεδα συγκέντρωσης οι Ναζί οδηγούσαν τους μελλοθάνατους στα κρεματόρια, υπό τους ήχους του Βάγκνερ. Ήταν άνθρωποι του πνεύματος και της τέχνης.
Στην Κατοχή, οι Ναζί κράτησαν ανοιχτή τη λυρική σκηνή, αδιαλείπτως, για να επιβάλλουν την αντίληψη ότι όλα είναι μια χαρά και πως η ζωή συνεχίζεται. Έτσι, την ώρα που έσπαγαν το χέρι του σαλταδόρου για μια φρατζόλα ψωμί, που δολοφονούσαν στο Χαϊδάρι και εκτελούσαν στην Καισαριανή, οι τενόροι στα ψιλά και οι βαρύτονοι στα μπάσα κάλυπταν τα ουρλιαχτά του πραγματικού κόσμου.
Κυρίες και κύριοι συμποσιαστές, καλωσορίσατε στον πραγματικό κόσμο. Δεν σας προσφωνώ «αγαπητούς», όχι γιατί πάψαμε να είμαστε φιλόξενοι αλλά γιατί πάψαμε πια να είμαστε αφελείς. Καλωσορίσατε στον πραγματικό κόσμο, που δεν χωράει στις αίθουσες των συμποσίων.
Έναν κόσμο, που βογκά και υποφέρει, αυτοκτονεί και εξεγείρεται, απελπίζεται και θυμώνει. Θυμώνει ιδιαίτερα όταν τον προκαλούν και επιχειρούν να του υποβάλλουν την ιδέα πως η ζωή συνεχίζεται, σα να μη συμβαίνει τίποτα, σε μια χώρα πουλημένη, μ’ ένα λαό κατακρεουργημένο, ένα δημόσιο σχολείο λεηλατημένο, την ελπίδα ενταφιασμένη, τη νέα γενιά – και τις επόμενες – ερημωμένες.
Προκαλείται και μόνο με τη χρήση της λέξης ‘συμπόσιο’, σε μια εποχή γενικευμένης πείνας. Γιατί δεν οφείλει ο άνεργος της Καλύμνου ή ο συντετριμμένος εργαζόμενος να κάνουν παραπομπές στο ελληνογενές, πλην αγγλικό symposium, για να ανιχνεύσουν την επιστημονική, τάχα, συνάθροιση. Προκαλείτε, γιατί ο άμεσος συνειρμός, του κόσμου που υποφέρει, τον παραπέμπει στο στίχο του δημοτικού, «εσείς τρώτε και πίνετε και λιανοτραγουδάτε και πίσω μας κουρσεύουνε, Σαρακηνοί κουρσάροι»
Προκαλείτε, γιατί ποιος καταδέχεται πληρωμένες διακοπές από αυτούς που διαχειρίζονται τη συλλογική δυστυχία; Ποιος καταδέχεται πληρωμένες φιέστες από ένα λαό , που κατά κοπάδια, αποχαιρετιέται στα λιμάνια της μετανάστευσης;
Σα να μην περισσεύουν, εδώ και παντού, οι μεγάλες ανάγκες και η γενικευμένη ένδεια.
Θα μου πείτε, λοιπόν να μη λέγεται και να μη γίνεται τίποτα.
Να λέγεται και να γίνεται αυτό που αρμόζει στη συγκυρία. Και αυτό που αρμόζει στη συγκυρία δεν είναι οι λεξιλάγνες συναθροίσεις. Αυτό που αρμόζει στη συγκυρία θα ήταν να υψώσουμε όλοι το ανάστημά μας. Κι εσείς, ως επιστημονικοί και παιδαγωγικοί σύμβουλοι να αρθρώσετε, επιτέλους, μια λέξη για τη μεγάλη λεηλασία της χώρας, του λαού και του σχολείου. Όχι μόνο δεν το κάνατε, ούτε καν το διανοηθήκατε.
Προκαλείτε και με τον τίτλο της επιστημονικοφανούς αυτής συνάθροισης: «ποιότητα στο σύγχρονο σχολείο»!!! Από πότε οι ετοιμοθάνατοι έχουν ποιότητα; Ίσως μόνο έτσι όπως την οριοθέτησε ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές. «Ζούμε σε μιαν εποχή νεκρόφιλη, που νοιάζεται περισσότερο για την όψη των νεκρών, παρά των ζωντανών. Τους μακιγιάρουν, να έχουν ροδαλά μάγουλα και κόκκινα χείλη και να μοιάζουν, έτσι, πως πέθαναν ευτυχισμένοι».
Και το δημόσιο σχολείο σήμερα – αν δεν είναι κιόλας νεκρό – σίγουρα ψυχορραγεί.
Πεθαίνει μακιγιαρισμένο.
Πεθαίνει από κάθε άποψη.
Γιατί πρώτα απ’ όλα έχει καταντήσει ένα σχήμα λόγου, προκλητικά οξύμωρο.
Ο δημόσιος χαρακτήρας του λεηλατείται από παντού και σε όλες τις βαθμίδες.
Η δωρεάν παροχή του έχει γίνει το πιο σύντομο ανέκδοτο.
Το περιεχόμενο του αφορά στην παραγωγή διαχειρίσιμων, πολιτικά και εργασιακά, ημιαναλφάβητων.

Πεθαίνει γιατί απαγορεύει την παιδικότητα μ’ ένα ωράριο εξουθένωσης και παραλογισμού.

Γιατί συντρίβει την εφηβεία, όχι μόνο κάτω από μια ανούσια εξουθένωση, που δεν καταλήγει σε γνώση, αλλά και γιατί υποβάλλει, στην ηλικία της κατ’ εξοχήν συλλογικής φαντασίωσης και αλληλεγγύης, τον άγριο ανταγωνισμό.
Κι όλ’ αυτά, για μια θέση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, την ισοβαθμισμένη με τα ιδιωτικά κολλεγιακά τίποτα, με το πανεπιστημιακό άσυλο στο ρόπαλο του ματατζή, με τη χρηματοδότηση στην καλή προαίρεση κουτοπόνηρων αξιολογητών και το παρεχόμενο πτυχίο, φτερό στον άνεμο της αδυσώπητης αγοράς.
Πεθαίνει γιατί με απίστευτη υποκρισία υποδύεται τις ίσες ευκαιρίες για όλα τα παιδιά. Και αυτά που αρμέγουν πρόβατα απ’ το άγριο χάραμα, πριν έρθουν στο σχολείο και γι αυτά που έχουν τον προσωπικό φροντιστή τους σε κάθε αντικείμενο. Το έκανε από πάντα. Τώρα το κάνει ξετσίπωτα.
Γιατί στεγάζεται σε κτίρια που τρέχουν, μπάζουν και βουλιάζουν. Αλλά και γιατί , ακόμα και στις περιπτώσεις της αξιοπρεπούς στέγασης, είναι το ίδιο άδειο πουκάμισο.
Πεθαίνει γιατί θέλει εκπαιδευτικούς, ζόμπι,
Γιατί έχει γίνει μια κουρελού δανεικών αποτυχημένων συστημάτων. Όχι στην αγωνιώδη αναζήτηση του μορφωτικά αναγκαίου, αλλά για να προσαρμοστεί στην αγοραία αντίληψη των ημιμαθών και φτηνών αναλώσιμων της εργασιακής flexicurity.
Ευαγγέλιο και αλφαβητάρι όλων των επικίνδυνων εκπαιδευτικών «μεταρρυθμίσεων», από τον Κοντογιαννόπουλο ως τον Αρσένη κι από την Κουτσίκου στη Διαμαντοπούλου, οι οδηγίες του ΟΟΣΑ, τα εργαλειακά συναξάρια της Πίζας, οι εντολές της Τρόικας, οι παραγγελιές του ΔΝΤ, ό,τι, τέλος πάντων, εκπορεύεται από την αρχή: «μορφώστε, δηλαδή καλουπώστε φτηνό εργατικό δυναμικό». Κι από πίσω το χαμηλότερο στελεχικό δυναμικό να τα υπερασπίζεται και να τα στηρίζει.
Γι αυτό έχουν σοδομηθεί και οι έννοιες.
Από τη γνώση στην κατάρτιση κι από το μαθητή στον πελάτη.
Η «ποιότητά» του σημερινού σχολείου δεν είναι κλεισμένη σε απλά εισαγωγικά, αλλά σε κάγκελα.
Η «ποιότητα» του σημερινού σχολείου αρχίζει και τελειώνει στην πρώιμη εξουθένωση, τη βαριά αιμορραγία του οικογενειακού προϋπολογισμού, την εξετασιομανία, τον εξοβελισμό του μη εξεταστικά «χρήσιμου», την αφόρητη πλήξη, και την πρώιμη κοινωνική κατηγοριοποίηση.
Όλα αυτά διανθισμένα με άνοστες επιφάσεις δημοκρατίας και ενός δήθεν αντιαυταρχικού αχταρμά.
(Στα πλαίσια της ίδιας επίφασης δημοκρατίας δέχεστε να ακουστεί και η άλλη άποψη, από την ΕΛΜΕ από μένα, για να έχετε το άλλοθι της πολυφωνίας. Σας το δίνουμε συνειδητά για να φέρουμε εδώ μέσα λίγο από τον πραγματικό κόσμο του σήμερα.
Στα πλαίσια της ίδιας επίφασης δημοκρατίας, θα μιλήσουν αύριο και οι μαθητές, την ώρα που οι καθ’ ύλην αρμόδιοι θα απουσιάζουν σε στρογγυλή τράπεζα διαχείρισης κρίσεων του σχολείου. Θα είναι ανοιχτή στο κοινό η στρογγυλή τράπεζα; Να ακούσουμε κι εμείς αν με τον όρο ‘κρίση’ εννοείτε τη λεηλασία του σχολείου; Ή μήπως κάτι άλλο;)
Όσοι υπαγορεύουν κι άλλους, εκ προοιμίου, αποτυχημένους πειραματισμούς, χαντακώνοντας γενεές επί γενεών, χωρίς ποτέ να έχουν λογοδοτήσει, όσοι έβαλαν λουκέτο σε πρόσθετη και ενισχυτική, όσοι έκλεισαν τον ΟΣΚ και άφησαν το σχολικό κτίριο, βορά στην ιδιωτική κερδοσκοπία, είναι ένοχοι.
Όσοι διαλύουν τον ΟΕΔΒ και δοξάζουν την ψηφιακή αστειότητα, όσοι κλείνουν σχολεία και ετοιμάζουν μονάδες μαμούθ, προδιαγεγραμμένης παραβατικότητας, με τα παιδιά να μετακινούνται δεκάδες χιλιόμετρα ή να διακόπτουν τη φοίτηση, όσοι καταργούν τους βρεφονηπιακούς σταθμούς, είναι ένοχοι.
Όσοι ανακάλυψαν το φτηνιάρικο ολοήμερο, χωρίς υποδομές και δασκάλους, όχι για να συμπαρασταθούν στον εργαζόμενο γονιό ή να ελαφρύνουν την τρελή προετοιμασία των παιδιών στο σπίτι, αλλά για να τα προσαρμόσουν, από νωρίς στο μελλοντικό εργασιακό τους κάτεργο, όσοι βαφτίζουν, σα μεσαιωνικοί καλόγηροι, την απόλυση, αξιολόγηση, είναι ένοχοι.
Όσοι ροκανίζουν τα κρατικά μασούρια και αφήνουν την παιδεία και την υγεία να γίνουν ψωμοζήτουλες χορηγών, όσοι εντέλλονται έναν εκπαιδευτικό φοβισμένο και αδύναμο, χειραγωγημένο και ευπειθή, απλήρωτο και απελπισμένο, είναι ένοχοι.
Όσοι επιχειρούν να μακιγιάρουν αυτό το φόνο, κλείνοντας συνειδητά τα μάτια, είναι συνένοχοι.
Στην κατηγορία της συνενοχής εντάσσεται κάθε φιέστα, όπως αυτή, που περιφέρει χιλιοειπωμένες ανούσιες εισηγήσεις, προκειμένου να στηρίξει ένα εκπαιδευτικό σύστημα που καταρρέει και να φορτώσει δράσεις και προσόντα στα βιογραφικά φερέλπιδων στελεχών του εκπαιδευτικού νεκροτομείου.
Αυτό είναι το εκπαιδευτικό μας περιβάλλον. Αυτό είναι το σύγχρονο σχολείο και η “ποιότητά” του.
Το κοινωνικό μας σκηνικό είναι ένα σκοτεινό τούνελ, μέσα στο οποίο συνωστίζονται χρεοκοπημένοι και απολυμένοι που αυτοκτονούν. Συνωστίζονται τα «τιμημένα γηρατειά» που αντιμετωπίζουν καθημερινά το δίλημμα, ή φαΐ ή φάρμακο και τα «περήφανα νιάτα» που καλούνται να διασχίσουν μια εκπαιδευτική, εργασιακή και ασφαλιστική Σαχάρα, χωρίς σταγόνα νερό.
Και να μην το ξεχάσουμε, σ’ αυτό το σκοτεινό τούνελ συνωστίζεται και μια δημοκρατία που δε συρρικνώθηκε απλά σε επίφαση, αλλά μεταλλάχτηκε σε χρεοκρατία και τρομοκρατία του νου και της ζωής. Μια «δημοκρατία», διάσπαρτων Γκουαντάναμο στην ελληνική επικράτεια, όπου θα συντελείται το “διαπολιτισμικό όραμα”. Μια “δημοκρατία” απίστευτης ποσότητας χημικών και δακρυγόνων, ξένων επιτροπάτων στα υπουργεία και ελεύθερων σκοπευτών που προστατεύουν τις μαριονέτες από την έκρηξη της «αγάπης» του λαού.
Μπορεί κάποιος, σ’ αυτό το σημείο, να πει, «χάρη στη δημοκρατία μπορείς και λες αυτά που λες. Όχι για πολύ ακόμα. Έχουν φροντίσει γι αυτό με την επερχόμενη αξιολόγηση. Μόνο σκυφτοί και γκρίζοι δάσκαλοι δε θα περισσεύουν στο σύστημα, για να υπογράφουν ατομικά συμβόλαια αποδοτικότητας.
Μέσα σ΄ αυτό το σκηνικό καλείται ο εκπαιδευτικός να παίξει ένα ρόλο που, όχι μόνο να συντηρεί τις βασικές δομές, χωρίς αμφισβητήσεις, αλλά να τις περιφρουρεί με φανατισμό για να μπορεί να αξιώνεται τη μπουκιά το ψωμί.
Κατακερματισμένος σε δέκα διαφορετικές εργασιακές κατηγορίες, ωρομίσθιος, αναπληρωτής, ΕΣΠΑτζής, μόνιμος υπό αίρεση, μόνιμος με τη σιγουριά της διαρκούς υπόκλισης και προσφάτως, κατά τα άρρωστα μυαλά των επιτελών, εθελοντής για την αποκομιδή. λέει, διδακτικής εμπειρίας. Σε όλες τις εκδοχές του, σίγουρα πεινασμένος, συχνά διαπομπευμένος και όχι σπάνια εμπορευόμενος την, ας πούμε, γνώση.
Με αυτό το εργασιακό αλαλούμ, καλείται να παρέχει έναν όγκο κατακερματισμένων, αντιφατικών και άχρηστων πληροφοριών, που δεν συντελούν στη δημιουργία συγκροτημένων ανθρώπων. Ανθρώπων που να μπορούν να αντιλαμβάνονται, να αμφισβητούν, να δρουν, να πηγαίνουν μπροστά και όχι πίσω το κάρο της ιστορίας.
Δεν είναι καθόλου υπερβολή αυτό που λέγεται από ερευνητές της εκπαίδευσης ότι παράγουμε ‘διαδικαστικούς ηλίθιων’ , ή ‘προσοντούχους αναλφάβητους’, που μπορεί να έχουν καλές επιδόσεις στο σχολείο, στις εξετάσεις, ακόμη και στο Πανεπιστήμιο, μα αδυνατούν να κατανοήσουν πώς λειτουργεί το σώμα τους, πώς κινείται ο κόσμος και ποιες κοινωνικές διεργασίες συντελούνται γύρω τους.
Είναι λοιπόν ο ρόλος του εκπαιδευτικού αυτός; Να παράγει ανθρώπους που πάσχουν από ιστορική αμνησία, από μαθηματική ακρισία και γλωσσική δυσλειτουργία, αλλά κυρίως από κοινωνική δυσλεξία;
Να παράγει δηλαδή κατακερματισμένους αναλφάβητους και πειθήνιους υπήκοους;
Στην καλύτερη περίπτωση άρτιους σε ένα πολύ στενό επιστημονικό πεδίο, σε μια εποχή υπερεκμετάλλευσης, κατάργησης κάθε κοινωνικής πρόνοιας και σοδόμησης όλων των ανθρώπινων δικαιωμάτων;
Αν υπάρχει κανείς που πιστεύει πως ναι, αυτός πρέπει να είναι ο στόχος του εκπαιδευτικού, να φοράει δηλαδή τη δημοσιοϋπαλληλική εσθήτα και να διεκπεραιώνει τα ‘εντέλλεσθε’ χωρίς καμιά αμφισβήτηση, τότε σημαίνει πως ήρθε ο καιρός να αποσυρθεί ο άνθρωπος-εκπαιδευτικός και να αντικατασταθεί από τον προσωπικό υπολογιστή του κάθε μαθητή. Θα είναι, έτσι, συγκυριακά ταιριαστός με την ψηφιακή αστειότητα, διεκπεραιωτικά πιο αποτελεσματικός, συναισθηματικά απολύτως άχρωμος και ιδεολογικά παντελώς κατευθυνόμενος.
Όσο όμως υπάρχει έστω και ένας εκπαιδευτικός που αισθάνεται λιγότερο διεκπεραιωτής και περισσότερο δάσκαλος, τόσο θα είναι αναγκαία η διερώτηση πάνω στο ποιος είναι ο ουσιαστικός ρόλος μας σήμερα.
Κανένας δεν έχει την απαίτηση να γίνουμε όλοι Δημήτρης Γληνός ή Ρόζα Ιμβριώτη. Μια κοινωνία όπου όλοι οι δάσκαλοι θα είχαμε το εκτόπισμα του Γληνού, δε θα έφτανε εδώ που έφτασε και θα έκανε περιττές αυτές τις ανησυχίες.
Έχουμε όμως ανάγκη από εκπαιδευτικούς που θα έχουμε ξεκαθαρίσει τουλάχιστον τα αυτονόητα. Ότι το ζήτημα κατ’ αρχήν της σχολικής αποτυχίας δεν αποτελεί γονιδιακό κατάλοιπο, αλλά κοινωνική συνέπεια.
Έχουμε ανάγκη από εκπαιδευτικούς που θα ανεβάζουμε τον πήχη της μαθητικής διερώτησης.
Θα σεβόμαστε τα παιδιά ως ανθρώπινες οντότητες που έχουν απλώς νεότερη ηλικία, που θα κάνουμε όσο γίνεται λιγότερη χρήση της από καθέδρας μιζέριας, και θα γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο απωθητικό από το χάος μεταξύ λόγων και πράξεων.
Τίποτα δεν είναι πιο αποκρουστικό στα νεανικά μάτια από το χάσμα ανάμεσα στη διδακτική θεωρία και την προσωπική πρακτική. Εμείς που διδάσκουμε στους νέους ανθρώπους την ιστορία των αντιστάσεων, των εξεγέρσεων, της προσωπικής διερώτησης, της ατομικής και συλλογικής αξιοπρέπειας, της φυσικής αρμονίας, της μαθηματικής συνέπειας, δεν μπορούμε να το κάνουμε μέσα από μια προσωπική πρακτική που αναιρεί τη θεωρία.
Ούτε μέσα από ένα σύστημα τυποποιημένης διεκπεραίωσης που αρχίζει με το βαθμολόγιο της κωλότσεπης και τελειώνει στο ανιαρά προβλέψιμο, με πολλά ενδιάμεσα χασμουρητά.
Μια τυποποιημένη διεκπεραίωση για όλες τις εποχές, χωρίς προεκτάσεις στο σήμερα.
Κομμάτι αυτής της προέκτασης είμαστε πρωτίστως εμείς. Δεν υπάρχει τίποτα πιο κωμικό από ένα δάσκαλο που κουβαλά τη θλιβερή μιζέρια της δημοσιοϋπαλληλικής καχεξίας, που ενστερνίζεται την αρχή του ‘δε βαριέσαι’, που μένει απαθής και αδιάφορος στα γεγονότα της εποχής του.
Δεν έχουμε το δικαίωμα οι δάσκαλοι να λέμε αυτό είναι σχολείο και αυτή είναι κοινωνία. Να υιοθετούμε δηλαδή και να προωθούμε την αντίληψη που θέλει το σχολείο να λειτουργεί σ’ ένα αποστειρωμένο περιβάλλον και να κλείνει ερμητικά απέξω τα μεγάλα ζητήματα που βάζει σήμερα η κοινωνία. Από την εργασιακή ισοπέδωση ως τη διεθνή ειρήνη, από τον κοινωνικό εκφασισμό και το μαύρο ρατσισμό έως την πολιτιστική ομογενοποίηση.
Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να βρούμε και να αναδείξουμε τους ενδιάμεσους σε κοινωνία και σχολείο κρίκους. Και στη θεωρία και στην πράξη.
Η εποχή μας, με τον ευτελισμό της ανθρώπινης υπόστασης, τα παιδιά μας, με το ανταγωνιστικό, αγχωτικό σχολείο έχουν ανάγκη από το δάσκαλο που θα είναι παλλόμενη δύναμη. Που θα τα προσγειώνουμε στην πραγματικότητα, χωρίς να τους στερούμε το όνειρο. Που μέσα από την ‘άλλη’ τη δική μας ‘διδακτέα ύλη’ θα καταφέρνουμε να υποδεικνύουμε, με το λόγο και την πράξη μας, το σωστό, που είναι πάντα και σε όλες τις εποχές, το κοινωνικά αναγκαίο.

Ας μου επιτραπεί μια προσωπική αναφορά ως προτροπή. Για μένα, που ετοιμάζομαι, μετά από 30 χρόνια, να αποχωρήσω απ’ ότι πιο πολύ αγάπησα και μίσησα – το δημόσιο σχολείο – έχοντας κουβαλήσει στην πλάτη το χτυπημένο μαθητή, έχοντας ακούσει εκατοντάδες εξομολογήσεις παιδιών και γελάσει μέχρι δακρύων προετοιμάζοντας τις θεατρικές μας παραστάσεις, έχοντας δουλέψει ως δασκάλα, καθαρίστρια, μπογιατζής, πρακτικογράφος και προγραμματίστρια του σχολείου κι έχοντας πρωτοστατήσει στην ίδρυση ενός εσπερινού Γυμνασίου για τα παιδιά του μεροκάματου, ενός σωματείου για τους περιπλανώμενους δασκάλους και μιας σχολικής βιβλιοθήκης για να αγαπηθεί η ιστορία και η φαντασία του ανθρώπου, για μένα, λοιπόν, αυτό είναι το τέλος εποχής.

Μπροστά μας, συνάδελφοι μου, της σχολικής αίθουσας και της κιμωλίας, όχι της γραφειοκρατίας και της αργομισθίας, βρίσκεται η μεγάλη πρόκληση.
Ή θα αγωνιστούμε, με όλες μας τις δυνάμεις – το νου, την πένα, τη διδασκαλία και την ψυχή μας – για την εργασιακή μας αξιοπρέπεια και για το δικαίωμά των παιδιών στη ζωή και το όνειρο, και θα γίνουμε έτσι μέρος μιας νέας εκπαιδευτικής και κοινωνικής προσδοκίας
ή σύντομα θα καταντήσουμε ένα ακόμα θλιβερό έπιπλο της ασφυκτικής σχολικής αίθουσας, μπορεί και άλλο ένα αλλήθωρο στέλεχος της εκπαιδευτικής ερημιάς και τότε δεν θα αξίζει πια να λεγόμαστε δάσκαλοι.
Νίνα Γεωργιάδου