Εμείς και οι σύντροφοί μας
αναλαμβάνουμε ολοκληρωτικά την ευθύνη της Οδύνης μας.
Άλαλοι, άναυδοι, καταπονημένοι από όσα συμβαίνουν για δεκαετίες , χάνουμε μέρα τη μέρα το κουράγιο και την ψυχή που θα μας έδιναν το ελάχιστο εκείνο περιθώριο να αντιδράσουμε, να ενεργήσουμε ως οφείλουμε, ως Πολίτες.
Εμείς και σύντροφοί μας αναλαμβάνουμε ολοκληρωτικά την ευθύνη για την διαρκή υπερθέρμανση του σπιτικού μας καναπέ.
Για τη συνεχή παράδοση του βλέμματός μας, στις τηλεοπτικές οθόνες.
Γιατί, παγιδευτήκαμε άθελά μας, εξαντλημένοι από τις διαψεύσεις των ονείρων, στην κοροϊδία και την εξαγορά, στο δε βαριέσαι αδερφέ και όλοι τα ίδια είναι.
Αγοράσαμε και μάλιστα φτηνά, τζάμπα, το ο σώζων εαυτόν σωθήτω.
Λησμονήσαμε τα όσα μας δόνησαν σαν ήμασταν νέοι, τα μεταθέσαμε στο βολικό χθες, και έτσι σταθήκαμε ανίκανοι να ερμηνεύσουμε τον Κόσμο, έτσι όπως αυτός αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική μας μελαγχολία*.
«Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον. / Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.**»
Πότε ν’ ακούσουμε τον κρότον και τον ήχον των χτιστών;
Πώς να διαχωρίσουμε τον έξω θόρυβο από τον εντός ατελεύτητο βρασμό του άγχους και της καθημερινής αγωνίας για την επιβίωση;
Πότε να προλάβουμε; Τι να πιστέψουμε πια όταν και αυτοί που τάζουν τα αυτονόητα δώρα της Αξιοπρέπειας οι ίδιοι τα ατιμάζουν και προκλητικά λένε: «μα, αυτά είναι!»
Καλότυχοι και ευφρόσυνοι όσοι πρόλαβαν και έφυγαν νωρίς.
Μοιάζει η εποχή σαν τις πικρές στοχαστικές σιωπές του Σεφέρη.
Όταν σιωπά ο Ποιητής πεθαίνουν τ’ αηδόνια, η γη στεγνώνει, μα πιότερο άνυδρη μένει η ψυχή των ανθρώπων. Σιωπή, σσσσσσσσσσσσς….
Και στο σκοτάδι που ζούμε εντοιχισμένοι, έρχεται και το κάνει να μοιάσει μέρα, έστω χλωμή, το χέρι του αλαζόνα και παράφωνου αυτοκληθέντος εκδικητή που θέλει λέει , ψέματα λέει, ν’ αποκριθεί με σφαίρα στη σφαίρα.
Και κάνει τη νύχτα μας μέρα χλωμή, γιατί, ο ούτω καλούμενος επαναστάτης είναι ακόμα πιο μαύρος κι από τη νύχτα μας.
Ακόμα πιο βδελυρός κι’ από τον ένστολο φόνο, αυτόν, τον εν διατεταγμένη υπηρεσία εκτελούντα την αιμοσταγή αμετροέπεια της εξουσίας.
«Εξοστρακισμένος» αυτοβούλως ο αυτοπροσδιοριζόμενος εκδικητής από την καθημερινή ανάσα.
Αλαζόνας έως τα μέγιστα της διαστροφής.
Χρισμένος εξ εαυτού του Εξουσιαστής Ζωής, γυρίζει τη νύχτα με το κουμπούρι:
είμαι ο χάρος που βγήκε παγανιά, είμαι το κίνημα, είμαι η συνείδηση του λαού, είμαι ο νόμος του εργάτη, είμαι η επανάσταση, είμαι η οργή σας, είμαι οι οφειλές σας, είμαι τα όνειρά σας τα χαμένα, είμαι οι φτωχοί και οι ανέστιοι, είμαι οι απολυθέντες, είμαι οι μετανάστες, είμαι ο ίσκιος του Αλέξη, είμαι. Το αίμα κυλάει, εκδίκηση ζητάει.
Εμείς και οι σύντροφοί μας, αναλαμβάνουμε πλήρως την ευθύνη.
Γιατί τώρα, εκ νέου ανάπηροι, εκ νέου άπραγοι και μοιραίοι, θα βυθιστούμε στους καναπέδες μας και θα αφεθούμε στο παρηγορητικό φως της τηλεόρασης.
Ο Δεκέμβρης του 2008 συνέβη ήδη προ αιώνων μακρινών, σε κάποιον άλλο τόπο.
Μπορεί και να μη συνέβη ποτέ.
Ίσως, τα ονειρευτήκαμε όλα αυτά.
Ίσως το φλεγόμενο δέντρο του Συντάγματος να ήταν μία στιγμιαία παράκρουση, μια παραίσθηση.
Και ο Αλέξης; Ζει τελικά; Δεν δολοφονήθηκε;
Λίγοι πια θυμούνται.
Η «τυχαιότητα» που γέννησε η διαφθορά και η ανικανότητα ακυρώθηκε σχεδόν από την εκ προμελέτης απόπειρα.
Γιατί δεν είσαι το κίνημα. Δεν είσαι η συνείδηση του λαού, δεν είσαι ο νόμος του εργάτη.
Είσαι μόνο, το Φονικό Τίποτα που θεμελιώνει με αίμα το Τίποτα της Εξουσίας και την έπαρση των ταραγμένων υπηρετών της.
Όλων αυτών, που τις νύχτες της εξέγερσης αληθώς τρομοκρατήθηκαν και έβλεπαν εφιάλτες στον ύπνο τους.
Κουστουμάτοι και ατσαλάκωτοι, για χρόνια που έμοιασαν με αιώνες, ατάραχοι και Πρετεντέριοι (the Great Pretenders) , λάγνοι σύζυγοι μιας εννόμου τάξεως που αφορά τους ίδιους και μόνο.
Τώρα, ησύχασαν. Ηρέμησαν. Ευτύχησαν και πάλι.
Μπορούν να γυρίσουν πλευρό και να κοιμηθούν χωρίς αγωνιώδη εφίδρωση γιατί όλα μπήκαν ξανά σε τάξη.
Θα συνεχίσουν να τρώνε και να πίνουνε ασμένως αποδίδοντας όπως πάντα τα περιττώματα τους προς πόσιν και βρώσιν στην Αγίαν Κοινωνίαν ημών των Τηλεθεατών.
Διότι η σφαίρα που εκ προμελέτης εκτοξεύθηκε από το πυροβόλο των αλαζόνων εκδικητών, αφού έπληξε το προσχηματικό της θύμα, εν συνεχεία αποστρακίστηκε και διαπέρασε χιλιάδες και χιλιάδες ανύποπτους ανθρώπους.
Ταξίδεψε αυτή η σφαίρα όλη την Ελλάδα.
Λοβοτόμησε εν τη γενέσει της, την παρ’ ολίγον συντεταγμένη οργή κι’ απόγνωση, την παρ’ ολίγον έγερση των συνειδήσεων, την σχεδόν αφύπνιση όλων των εν αφασία. Και είναι πολλοί.
Είναι όλοι αυτοί που πλέον, συγγενείς στον εξ αίματος τρόμο, θα δεχτούν πως «έτσι είναι τα πράγματα» και θα υποκύψουν στα επόμενα σκάνδαλα, στα επόμενα ψεύδη, στις επόμενες απογοητεύσεις.
Ναι «σύντροφοι» του «Επαναστατικού Αγώνα».
Ο αστυνόμος Κορκονέας δολοφόνησε τον Αλέξη Γρηγορόπουλο.
Εσείς όμως, εκτελέσατε εν ψυχρώ την Ελληνική Κοινωνία και τα αντανακλαστικά της που λειτούργησαν για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες.
Γυρίσατε το ρολόι πίσω και ξαναβάλατε τα πάντα σε «τάξη».
Και τώρα, όσοι θα επιμείνουν σε διεκδικήσεις, όσοι επιμείνουν σε αξιοπρέπεια, όσοι επιμείνουν να έχει ο τόπος μέλλον είναι πάλι λίγοι, γραφικοί και μόνοι.
Οι πολλοί, σκιαγμένοι από τον εφιάλτη της παρουσίας σας και την αφόρητη φτήνια του «λόγου» σας επιστρέφουν ήδη στη νύχτα. Τα γνωρίζετε όμως όλα αυτά.
Για αυτό, άξιος ο μισθός σας.
Εμείς και οι σύντροφοί μας, αναλαμβάνουμε την ευθύνη της Μνήμης.
«Τάχα σε ποιες ημέρες βρίσκεται η καταγωγή τούτου του πόνου εκεί που ακινητούνε τα όνειρα και μοιάζουν γεγονότα». Άσμα XI, Τάκης Σινόπουλος
* Διονύσης Σαββόπουλος (οι παλιοί μας φίλοι)
** Κ. Καβάφης (Τείχη)