Πάνο να μας θυμάσαι ...
Εμεις και να θέλουμε δεν μπορούμε να σε ξεχάσουμε.
Ευχαριστούμε για όλα ρε μάγκα..
Είναι πολύ κρίμα αν τελειώνει εδώ.
Δεν σε χωράει ο χρόνος ρε συ..
Σού δίνουμε λοιπόν και τον δικό μας χρόνο.
Ευχαριστούμε που χαρίστικες σε μάς.
Θα τιμήσουμε την προσφορά σου στην δικιά μας τροχιά της ζωής.
Θα σε τιμώ μέχρι το δικό μου τέλος.
Σε ευχαριστώ για όλα.
Ο Πάνος Τζαβέλας γεννήθηκε το 1925 στην Κοζάνη. Μαθητή του γυμνασίου τον βρίσκει ο παγκόσμιος πόλεμος και εντάσσεται στην ΕΠΟΝ. Τον επόμενο χρόνο βγαίνει στο βουνό με τον ΕΛΑΣ. Ξαναβγαίνει στο βουνό με το Δημοκρατικό στρατό, όπου τραυματίζεται, συλλαμβάνεται και ακρωτηριάζεται στο δεξί του πόδι.
Από εκεί αρχίζει ο δρόμος για τις φυλακές. Δικασμένος τρεις φορές σε θάνατο, αρρωσταίνει βαριά το 1959 από τη νόσο του Burgen και πηγαίνει στη Σοβιετική ¨Ένωση για θεραπεία. Έμεινε μέχρι το 1965. Αφού θεραπεύτηκε, του δόθηκε η ευκαιρία να σπουδάσει μουσική. Εκεί γνωρίζει και το μεγάλο Δημήτρη Σοστακόβιτς.
Γυρνά στην Ελλάδα το 1965, αλλά το 1968 φυλακίζεται πάλι, από το καθεστώς των συνταγματαρχών αυτή τη φορά, για παράνομη δράση ενάντια στη χούντα.
Αποφυλακίζεται το 1971 με «ανήκεστο βλάβη» και ξεκινά ως μουσικός να παίζει στις μπουάτ της Πλάκας.
Εκεί τον βρίσκει η μεταπολίτευση, όπου πλέον ελεύθερα τραγουδά τα τραγούδια της εθνικής αντίστασης.
Χιλιάδες νέοι αλλά και μεγαλύτεροι άνθρωποι κατακλύζουν το μαγαζί της οδού Κυδαθηναίων όπου τραγουδά, επτά μέρες τη βδομάδα. Πολλές φορές κάνει τρεις παραστάσεις τη νύχτα ώστε να χωρέσουν όλοι όσοι ήθελαν να παρακολουθήσουν το πρόγραμμα.
Ήταν ο άνθρωπος που γνώρισε στους νεότερους το μουσικό, αλλά και ιστορικό έπος της εθνικής αντίστασης.
Ο Τζαβέλλας ήταν αντάρτης, έχασε το πόδι του στο βουνό και κυκλοφορούσε με ένα ξύλινο υποκαταστατο. Το ’73 ήταν κοντά στα 50 και μπορεί και παραπάνω.
Τα τραγούδια που έγραψε, ελάχιστα και ως επι το πλειστον αντάρτικα και τραγούδια κατα της βολεμένης μικροαστικής τάξης, είναι απο τα επαναστατικότερα όλων των εποχών στην ελλάδα. Δεν έβγαλε πολλά λεφτα με αυτά και ούτε διεκδίκησε ολα αυτά τα χρόνια να επιβληθεί στο μουσικό σταρ-σύστεμ όπως έκαναν άλλοι που τραγουδούσαν μαζί του (Αλεξίου, Παπακωνσταντίνου, Δημητριάδη…).Επίσης δεν διεκδήκησε καμία δόξα και τιμή επειδή ήταν αντάρτης , όπως επίσης έκαναν άλλοι. Έχει χρόνια να εμφανιστεί στα ΜΜΕ και τα λίγα που ξέρουμε για αυτόν είναι όσα μάθαμε από εκείνους που ήταν φοιτητές στα γεγονότα του Πολυτεχνείου και μετά (έδινε πολύ συχνά συναυλίες στη Νομική Αθηνών) .
Ο Τζαβέλλας είχε αμφισβητηθεί και από τους μεγάλους συνθέτες τις εποχής του (Θεοδωράκη κλπ) λόγω του ότι δεν είχε πολλές μουσικές γνώσεις και έγραφε συνήθως τα τραγούδια του σε μια παλιά ακουστική κιθάρα (με την οποία τραγουδούσε και όταν ήταν ανταρτης στο βουνό).
Πάντως, με τα τραγούδια του μεγάλωσαν 2 γενιές αμφισβητών και ακόμα ακούγονται και θα ακούγοντα γιατι είναι άκρως επίκαιρα. Και ειδικότερα ο ”Κυρ- Παντελής” που σχολιάζει τον μικροαστό άνρωπο, το ”Μαημ-Μάημ΄ ” και το ”Ξυπνείστε”…
Ο Πάνος Τζαβέλας και η συνάντηση με τον Γιώργο Πήττα (κείμενο Γιώργος Πήττας)
Κάποτε υπήρχε ένα λεωφορείο που έφευγε από την Πλατεία Συντάγματος και κατέληγε στην Αμφιθέα και το Παλαιό Φάληρο. Όταν ήμασταν μικροί, η διαδρομή φάνταζε σχεδόν εξωτική, ολάκερο ταξίδι σε άλλους τόπους μακρινούς.
Το λεωφορείο ήταν το «32».
Πρέπει λοιπόν που λέτε, να ήταν προς τα τέλη του Αυγούστου.
Είχε ζέστη και ήμουν στη στάση του 32 στο Σύνταγμα.
Στο ένα μου χέρι, κρατούσα 1-2 τεύχη του περιοδικού Φιλμ που εξέδιδε τότε ο καλός κινηματογραφιστής Θανάσης Ρεντζής. Το περιοδικό, που έβγαινε κάθε δυο τρεις μήνες ήταν χοντρό σαν βιβλίο και στις σελίδες του άνοιγες τα μάτια σου σε θαυμαστούς κόσμους του τότε στρατευμένου κινηματογράφου τόσο της Ευρώπης όσο και της Νότιας Αμερικής. Και ταυτόχρονα σπουδαία κείμενα για την Αισθητική της εικόνας. Με μάγευε.
«Καλό περιοδικό, σπουδαία προσπάθεια. Σ’ αρέσει;»
Ακούστηκε η φωνή, λίγο βραχνή αλλά πάντως με εξαιρετική καθαρότητα στην εκφορά του λόγου.
Γύρισα, και είδα έναν άνδρα που στηρίζονταν σε δύο πατερίτσες, φορούσε κάτι μεγάλα γυαλιά με μαύρο κοκάλινο σκελετό, είχε μακριά μαλλιά τελείως ατίθασα και, θυμάμαι ακόμα το πουκάμισο του ανοιχτού πράσινου χρώματος-σκέφτηκα πως δεν μου άρεσε το χρώμα. Στη μασχάλη του είχε σφιγμένα πολλά χαρτιά, πεντάγραμμα νότες και στιχάκια σκαλισμένα με μολύβι.
Πιάσαμε την κουβέντα. Δηλαδή, τι πιάσαμε την κουβέντα, μισή λέξη έλεγα, με διακόσιες απαντούσε.
Του άρεσε να μιλάει του άρεσε να «μεταδίδει» τα όσα ήξερε και, όλα τα έλεγε σαν να διηγιόνταν παραμύθια μόνο που, δεν έλεγε παραμύθια.
Ταξιδέψαμε μαζί όλη τη διαδρομή, γύρω στα 40 λεπτά τότε, κατέβηκε κάπου στην Αμφιθέα, αφού πρώτα φρόντισε να μου δώσει ένα χαρτί με σημειωμένη τη διεύθυνση της μπουάτ που θα έπαιζε από τα τέλη Οκτωβρίου και θα έπαιζε τα αγαπημένα του Αντάρτικα. Στην οδό Κυδαθηναίων.
«Αν ήξερα εγγλέζικα» –μου είπε-« θα έπαιζα και τραγούδια του Johnny Cash-τον ξέρεις;»
Δεν τον ήξερα τότε.
–Καλά, θα σου πω την άλλη φορά. Πάνο Τζαβέλα με λένε.
Πράγματι, μετά από μερικές βδομάδες, καθώς ήμουν πάλι στο 32 και ως συνήθως κάτι διάβαζα, ίσως κάποιο τεύχος του Φιλμ, τσουπ, νάτος, ανεβαίνει τα σκαλοπατάκια του λεωφορείου.
Είχε αναπτύξει μία εξαιρετική άνεση με τις πατερίτσες του, ήταν πια μία σχεδόν φυσική προέκταση του τραυματισμένου του κορμιού.
Νεαρός ακόμα ο Τζαβέλας, ζούσε στην πατρίδα του την Κοζάνη όταν ξέσπασε ο Β Πόλεμος και πρώτα μπαίνει στις τάξεις της ΕΠΟΝ και λίγο μετά στον ΕΛΑΣ με τον οποίο βγήκε στα βουνά, στο Αντάρτικο. Εκεί τραυματίστηκε άσχημα, με αποτέλεσμα να χάσει το δεξί του πόδι.
Η συνέχεια ξετυλίγεται με μία αρκετά μακρά περιοδεία στις φυλακές και τους τόπους εξορίας της Ελληνικής Επικράτειας, μέχρι που, βαριά άρρωστος με την ασθένεια του Burgen, καταλήγει στη Σοβιετική Ένωση για θεραπεία.
Εκεί όμως, όχι μόνο ακολουθεί τη θεραπεία αλλά πραγματοποιεί το όνειρό του.
Σπουδάζει μουσική και μάλιστα γνωρίζει και συνδέεται με τον μεγάλο Ντιμίτρι Σοστακόβιτς.
Το 1965 επιστρέφει στην πατρίδα προσπαθεί για λίγο να υπάρξει ως μουσικός αλλά μόλις η Ελλάδα μπαίνει στον γύψο της στρατιωτικής συμμορίας των συνταγματαρχών ξαναμπαίνει φυλακή. Τον αφήνουν ελεύθερο υποχρεωτικά το 1971 γιατί κινδύνευε να τους μείνει στα χέρια λόγω της υγείας του που ήταν σε κακή κατάσταση.
Τότε είναι, που ο Τζαβέλας άρχισε να παίζει στην Πλάκα, σε μικρές μπουάτ κάνοντας ένα απίστευτο κρυφτούλι με τις αρχές, ακροβατώντας διαρκώς στο πρόγραμμα που παρουσίαζε μεταξύ απαγορευμένων και μη τραγουδιών.
Σαν η χούντα πνίγηκε στο αίμα της Κύπρου και κατέρρευσε, ο Πάνος αποφάσισε να φτιάξει ένα οριστικό λημέρι, ένα ταμπούρι στο οποίο θα έμενε πιστός μέχρι τέλους για να τραγουδά τα τραγούδια του και να θυμίζει τον αγώνα στα βουνά.
Συναντηθήκαμε πολλές φορές.
Στο λεωφορείο τυχαία, στο καφενείου του Πετράκου στην Αγίου Αλεξάνδρου στο Φάληρο, στην Κυδαθηναίων στην Πλάκα.
Του άρεσε να είναι διαρκώς με νέους ανθρώπους.
Είχε πάθος να μιλάει να μεταλαμπαδεύει, να μεταβιβάζει όσο είναι δυνατό την εμπειρία του και είχε ένα τεράστιο χάρισμα: Δεν ήταν ποτέ, «διδακτικός». Δεν νουθετούσε.
Μετέφερε αβίαστα τις Αλήθειες του με τον ίδιο τρόπο που στη μπουάτ του ξεκινούσε να παίζει στις 8 και πολλές φορές έκανε και δύο και τρεις παραστάσεις τραγουδώντας ακατάπαυστα μέχρι τα ξημερώματα.
Αλλά, υπήρξαν κάποιες φορές -αλησμόνητες- που με παρέες του Φαλήρου και όχι μόνο βρεθήκαμε στην αμμουδιά του Μπάτη στην παραλία εξοπλισμένοι με τις κιθάρες.
Τότε, αφού με τον ίδιο πάντα ενθουσιασμό έλεγε τα Αντάρτικα-γιατί ο Τζαβέλας, δεν έκανε “παράσταση” ποτέ, δεν έκανε performance, μου είχε ζητήσει 2-3 φορές να πω τα “εγγλέζικα”.
Με το «εγγλέζικα» εννοούσε τα τραγούδια του Bob Dylan που και αυτόν τον αγαπούσε πολύ.
Πρέπει να ήταν γύρω στο 79, εγώ γύρω στα 22, ο Τζαβέλλας 50 κάτι. (όσο εγώ τώρα…)
Έτσι, έπιανα την κιθάρα βόλευα κατευθείαν τα δάχτυλα μου στην πρώτη συγχορδία , ντο ματζόρε, για να πούμε το κλασικό Blow in the wind…the answer my friend is blowing in the wind…και επειδή δεν ήθελε να λέει τις λέξεις για να μην φανεί η προφορά –δεν ήξερε εγγλέζικα είπαμε- έκανε ωραία φωνητικά με φωνήεντα και ωραία βραχνά σχεδόν μπλουζίστικα «μμμ».
Από τον Τζαβέλα, έμαθα τότε και τον Woody Guthrie…
Μετά, χαθήκαμε τελείως. Τον είδα μια φορά, από μακριά αρκετά χρόνια αργότερα, έμοιαζε απείραχτος από τον χρόνο, με την ίδια δεξιοτεχνία στις πατερίτσες και ωστόσο σα να είχε ξεκινήσει η ύφανση ενός ίσκιου πάνω από την κεφαλή του, του ίσκιου των ερωτηματικών και της αμφιβολίας.
Εκείνου του ίσκιου ή της ομίχλης που αποκτούμε οι άνθρωποι όταν αρχίζουμε να νιώθουμε σαν πλάσματα μιας άλλης εποχής που έχει περάσει ανεπίστρεπτη.
Μπορεί να κάνω και λάθος αλλά αυτή ήταν η αίσθηση.
Ποτέ του στην πραγματικότητα δεν εντάχθηκε σε τίποτα πέρα από τις αξίες του. Φύση ατίθαση έμεινε έξω από τις στενές κομματικές γραμμές επιλέγοντας να υπηρετεί την Αριστερά έτσι όπως την εννόησε εκείνος σαν δύναμη απελευθέρωσης των ανθρώπων από όλα τα δεσμά και όχι μόνο τα «δεξιά» ήταν ωστόσο κοντά στον Συνασπισμό ενεργά.
Τον ευχαριστώ που υπήρξε, κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας του 70 άφησε πάνω μου κάποια λιθαράκια κυρίως μέσα από το τι ήταν ο ίδιος σαν προσωπικότητα.
Απόλυτα Αληθινός και Ηθικός μακριά από τις ορδές των νεοελλήνων
.
Καταδικασμένος τρεις φορές σε θάνατο αναχώρησε όταν το βιβλίο της ζωής του έκλεισε γεμάτο με κεφάλαια που το κάθε ένα του είναι και ένα δείγμα ζωής , αγώνα και συνέπειας.
Στίχοι του Πάνου Τζαβέλα
Ο κυρ-Παντελής
Στίχοι: Πάνος Τζαβέλας
Μουσική: Πάνος Τζαβέλας
Πρώτη εκτέλεση: Πάνος Τζαβέλας
Έντιμε άνθρωπε κυρ-Παντελή
έχεις κατάστημα κάπου στη γη
πουλάς εμπόρευμα, βγάζεις λεφτά
πολλά λεφτά, πολλά λεφτά
Τις Κυριακές πρωί στην εκκλησιά
σταυροκοπιέσε στην Παναγιά
Έντιμε άνθρωπε κυρ-Παντελή
έχεις και σύζυγο, κόρη, παιδί
μοντέρνα έπιπλα, έγχρωμη TV,
τρως τροφή πνευματική.
Μακρυά από κόμματα μην βρεις μπελά,
“Πατρίς,θρησκεία και φαμελιά”
Έντιμε άνθρωπε κυρ-Παντελή
τι κι αν πεθαίνουνε πάνω στη γη
χιλιάδες άνθρωποι, χωρίς ψωμί,
μαύροι, λευκοί ή κίτρινοι.
Ο γιος σου μοναχά να ‘ναι καλά
ν’ αφήσεις τ’ όνομα και τον παρά.
Έντιμε άνθρωπε κυρ-Παντελή
σκεύρωσες, σάπισες στο μαγαζί
τη νιότη ξόδεψες και την ορμή
για τη δραχμή, για το πετσί
δίπλα σου τ’ όνειρο, η ζωή και το φως
μα εσύ στο κουφάρι σου κλεισμένος εντός.
Ξέρεις πως δώσανε κυρ-Παντελή
άλλοι τα νιάτα τους και τη ζωή
να γίνει τ’ όνειρο φέτα ψωμί
να φας και ‘ συ κυρ-Παντελή;
Κι εσύ τι έδωσες κυρ-Παντελή;
πες μας τι έκανες σ’ αυτή τη γη;
πες μας τι άφησες κληρονομιά
που να εμπνέει τη νέα γενιά
Έντιμε άνθρωπε κυρ-Παντελή
έντρομ, άβουλε συ φασουλή
βρώμισες τ’ όνειρο και την ψυχή
άδειο πετσί χωρίς πνοή.
Έντιμοι άνθρωποι, νέα γενιά
θάψτε τους έντιμους μες στα σπαρτά
κι αυτούς που φτιάξανε τον Παντελή
σκουλήκι άχρηστο σ’ αυτή τη γη.
Ένοχη συνείδηση
Στίχοι: Πάνος Τζαβέλας
Μουσική: Πάνος Τζαβέλας
Πρώτη εκτέλεση: Καίτη Γκρέυ
Το παράθυρο κλειστό, το κανάρι μας βουβό
της κιθάρας η χορδή σπασμένη.
Έφυγες, αλίμονο, μες στο καταχείμωνο,
ζήτησες αλλού να βρεις χαρά.
Όρκους, όνειρα, φιλιά τα ‘παιξες σε μια ζαριά,
μου ‘μπηξες μαχαίρι στην καρδιά.
Τα παιδιά στη γειτονιά μού ματώνουν την καρδιά
σα μου λεν πως σ’ είδανε κλαμένη.
Ένοχη συνείδηση, ήσουνα ανήσυχη
κι έτρεμες σαν φύλλο στο χιονιά.
Έσερνες τα βήματα, σε βάραιναν τα κρίματα
κι έστριψες στου δρόμου τη γωνιά.
Θα γυρίσεις μια βραδιά, λυπημένη Παναγιά,
συντριμμένη θα ζητάς συμπόνια.
Το βουβό το δράμα σου, το μοιραίο σφάλμα σου
πάνω στα ερείπια θα κλαις.
Κοίτα να συμμορφωθείς πριν κι εσύ να προδοθείς
κι έρημη στο δρόμο να βρεθείς.
Θέλω αγάπη, θέλω χαρά
Στίχοι: Πάνος Τζαβέλας
Μουσική: Πάνος Τζαβέλας
Πρώτη εκτέλεση: Καίτη Γκρέυ
Γέμισε ο ουρανός αστέρια
κι είναι όμορφη βραδιά.
Το αγόρι μου γλεντάει,
μες στα μάτια με κοιτά.
Φωτιά με καίει κι έχω σεβντά,
παίξε, Τσιτσάνη μου, το μπαγλαμά.
Να τα πιω και να τα σπάσω
να ξεχαστώ,
να γελάσω και να κλάψω
να ονειρευτώ.
Τσιτσάνη μου!
Το αγόρι μου γελάει
κι έχω μια κρυφή χαρά.
Τι τα θέλω εγώ τα πλούτη
τι τα θέλω τα λεφτά;
Θέλω αγάπη, θέλω χαρά,
παίξε, Τσιτσάνη μου, το μπαγλαμά.
Να τα πιω και να τα σπάσω
να μην πονώ,
να γελάσω και να κλάψω
να ονειρευτώ.
Τσιτσάνη μου!
Της φωτιάς ο γιος
Στίχοι: Πάνος Τζαβέλας
Μουσική: Πάνος Τζαβέλας
Πρώτη εκτέλεση: Καίτη Γκρέυ
Εγώ είμαι της φωτιάς ο γιος,
παιδί της καταιγίδας.
Σκαρφάλωσα στους ουρανούς
να κλέψω απ’ άγιους και θεούς
το φως της ηλιαχτίδας.
Πάμε μαζί, χλομό παιδί,
μη σε τρομάζουν οι καιροί.
Μη σε τρομάζουν οι καιροί,
πάμε μαζί, χλομό παιδί.
Μη σε τρομάζουν οι καιροί
αχ, αρμάτωσα γερό σκαρί.
Κι αν μ’ έχουν κάψει κεραυνοί
κι ο πόνος μ’ έχει οργώσει,
δε σκιάζομαι κανέν’ οχθρό
κι ο χάρος να με βρει ορθό
σαν θά ‘ρθει να με κόψει.
Το όνειρο στα δυο
Στίχοι: Πάνος Τζαβέλας
Μουσική: Πάνος Τζαβέλας
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας
Νύχτα, γαλήνη, πικρή σιγή
έρημη πόλη και βουβή,
πάνω το ψέμα κι ο Θεός
κάτω το ρέμα κι ο γκρεμός.
Στη μέση σταυρωμένος
απ’ όλους ξεχασμένος.
Βοριάς με δέρνει κι είμαι γυμνός
ο προδομένος ο Χριστός,
ξεράθηκαν τα χείλη μου
μ’ αρνήθηκαν οι φίλοι μου.
Το όνειρο στα δυο
μαχαίρι στο λαιμό.
Να ‘χα φτερά, να ‘μουν φωτιά
να είχα ατσάλινη γροθιά,
του ανθρωπάκου τη ζεστασιά
της μάνας μου την ανθρωπιά.
Τον κόσμο θα τον γκρέμιζα
καινούργιο να τον έχτιζα.
Videos με τραγούδια του Πάνου Τζαβέλα