Το τηλεφώνημα από τη φυλακή με πετυχαίνει ανύποπτη. Είναι ο Αφγανός πρόσφυγας, πρώην μαθητής μου, Αζίζ. «Στη φυλακή!» εμπεδώνω. Του έκαναν εξακρίβωση στοιχείων στα Γκούντις και αποφάσισαν ότι το χαρτί του είναι πλαστό. Αυτό δε γίνεται, διότι ήταν φωτοτυπία: το χαρτί του το είχαν κλέψει πριν μια βδομάδα στην Ομόνοια μαζί με τα τελευταία του εκατό ευρώ. Έτσι βρέθηκε στο κρατητήριο: επειδή οι κάφροι της Πέτρου Ράλλη βαριούνται να κάνουν εξακρίβωση. Είναι πολύ δύσκολο πράγμα: αρκεί να στείλουν φαξ ή να τηλεφωνήσουν στην αστυνομία Λέσβου όπου εκδόθηκε το χαρτί, μια διαδικασία πέντε λεπτών. Στη χειρότερη, θα μπορούσαν να πάρουν αποτυπώματα και να τσεκάρουν στην διεθνή βάση αποτυπωμάτων, αντί να γεμίζουν τις φυλακές κατασπαταλώντας το δημόσιο χρήμα.
Έτσι ο Αζίζ και ο αδελφός του βρίσκονται, τέσσερις μέρες ήδη, στο κρατητήριο ανηλίκων. «Δασκάλα, είναι πολύ άσχημα εδώ, δεν ξέρω πότε θα βγω», κλαίει· δύο χρόνια τώρα που τον γνωρίζω, πρώτη φορά κλαίει.
Πού σκατά είναι το Μενίδι; Κανείς δεν ξέρει· ούτε το google maps. Παίρνω τον X. τον Π. τον Κ. ο οποίος θα με πάει κιόλας.
Φτάνουμε στην εξωτική ‘Αμυγδαλέζα’, που ακούγεται σα ρετρό ζαχαροπλαστείο, στις πέντε.
Περιμένω δέκα λεπτά μέσα στο κρύο: είναι απόσταση είκοσι μέτρων αλλά θα μας παραλάβει όχημα, όπως στα αεροδρόμια· δεν θυμίζει όμως αεροδρόμιο αυτός ο σκουπιδότοπος των είκοσι μέτρων. Επιβιβάζομαι και κατευθύνομαι στα κάγκελα, αλλά με σταματάνε. Γιατί; Λες να μου δαγκώσει κανένας δύστυχος ανήλικος-εκκολαπτόμενος-Χάνιμπαλ Λέκτερ το χέρι;
«Είμαι δασκάλα, το παιδί υπήρξε μαθητής μου, εφόσον πιστοποιώ ότι είναι αυτός θέλω να τον αφήσετε», λέω. Ας γελάσω.
Μου δείχνουν ένα μέρος σαν τουαλέτα με χοντρό τζάμι και τρυπούλες. Σκάει ένας κοκαλιάρης Αζίζ με ένα τεράστιο χαμόγελο· θυμάμαι έναν στίχο που έγραψε στο μάθημα: «Γι’ αυτόν που θα το μεταφράσει/ γι’ αυτόν πρέπει να είμαστε χαρούμενοι»: χαμογελάει λοιπόν έξτρα για χάρη μας. Δε μπορούμε να αγκαλιάσουμε τον εγκληματία, δεν θέλουμε να κολλήσουμε τη μούρη στις βρωμερές τρυπούλες, άρα ουρλιάζουμε στα αγγλικά για να ακουγόμαστε. Τι έφαγες, ρωτάω, για να τσεκάρω αν τους ταΐζουν – ψάρι. «Η φυλακή είναι χάλια», λέει, «χειρότερα από το Ιράν, χειρότερα από την Παγανή Λέσβου, που έκλεισε λόγω ζωωδών συνθηκών». «Χειρότερα από την Παγανή»: εγώ άμα ήμουνα φυλακή θα γκρεμιζόμουνα από ευθιξία σ’ αυτήν την κουβέντα. «Δεν αλλάζουν σεντόνια, κοιμάμαι στων δέκα προηγούμενων», λέει ο πάντα περιποιημένος Αζίζ. Στο τηλέφωνο μού είχε ζητήσει πετσέτα: για να φτάσει να ζητήσει κάτι, ποιος ξέρει τι τους δώσαν. Χαλαρώνω: δεν κατασπαταλιέται τελικά το δημόσιο χρήμα, πάντως όχι σε μπουγάδες.
Υπάρχουν τρία δωμάτια, ένα με Αλβανούς και Άραβες, ένα με Πακιστανούς, ένα με Αφγανούς – είναι με δικούς του. Καλά που τους έφεραν στων ανηλίκων – στων ενηλίκων ξέρουμε τι παθαίνουν τα αγοράκια. Ο αδελφός του όμως έχει σαλτάρει: ο επόμενος υποψήφιος για να πηδήξει από το μπαλκόνι, όπως ο μεταναστάκος που, παρότι αποφυλακιζόταν σε δύο μέρες, αυτοκτόνησε. «Μα γιατί», αναρωτήθηκαν τα μήντια, «αφού όπου να ‘ναι θα έβγαινε!» Και μένα άμα με κλείσεις εδώ μέσα θα το εξετάσω το ενδεχόμενο. Πόσο μάλλον ο ψυχικά ταλαιπωρημένος από πόλεμο, ξυλοδαρμένος από το λιμενικό, ορμονικά αναμπουμπουλιασμένος, πεταμένος έφηβος που έχει να δει τη μάνα του χρόνια και έχει ήδη ΚΑΘΕ ΛΟΓΟ να αυτοκτονήσει.
Δε με αφήνουν να του δώσω τις σοκολάτες: μπορεί να έχουν μέσα καμιά λίμα και σε εφτά μήνες να λιμάρει τελικά κάποιο κάγκελο από το οποίο θα χωρέσει, εφόσον θα είναι πια σαράντα κιλά. Πάνω που τείνω την πετσέτα, μου την αρπάζουν και την ξετυλίγουν! «Πρώτη σου φορά σε φυλακή, ε;» χαριτολογεί ο φύλακας που είδε να σαστίζω με το ταχυδακτυλουργικό· λες και είναι φυσιολογικό όλο αυτό το κατσικωμένο καθεστώς ελέγχου. Έχω δει ταινίες. Αλλά όσες ταινίες κι αν έχω δει, αυτή η φάση εδώ, με τους καγκελωμένους δήθεν παράνομους, είναι άλλο πράμα.
Προλαβαίνω να του σφίξω ενδοκαγκελικώς το χέρι.
Στην έξοδο με πιάνει λίγο κλάμα και πολύ τσαντίλα, με τους μπάτσους που προτιμάν να μπουζουριάζουν, τους νόμους που δεν επιτρέπουν σοκολάτες, την Ευρώπη – που φταίει για όλα.
Αναρωτιέμαι αν θα τους δώσουν πίσω τα κινητά τους όταν βγουν· ενίοτε οι αστυνομικοί τα τσεπώνουν. Και μετά δε μπορεί να τους βρει ούτε η μάνα τους από την Καμπούλ. Τους αστυνομικούς δεν τους νοιάζει αν οι μαυριδεροί ανήλικοι έχουν μάνες. Ούτε μένα με νοιάζει αν η ακτινοβολία των κλεμμένων βλάψει τους βλαμμένους εγκέφαλους.
Κοιτάω πίσω μου φεύγοντας. Οι βλαμμένοι έξω· το λαμπερό παιδί, μέσα.
ΕΥΗ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ