Νόμοι και νυστέρια ή νόμοι-νυστέρια: απ την προϊστορία στον πολιτισμό.

(Με αφορμή τη δίκη των παιδιών μας στις 9 Δεκέμβρη στη Λάρισα, που κατηγορούνται σαν τρομοκράτες).

Θέλω ν απευθύνω ένα ερώτημα προς όλους σας.
Την ευρύτερη κοινωνία, που αν είμαστε ρεαλιστές, θα παραδεχθούμε ότι δεν αντιδρά ή και προβληματίζεται: «ήταν τα παιδιά ένοχοι ή όχι; Πετούσαν πέτρες ή όχι; Πρέπει να υποστηρίξουμε τους «φασαριόζους» που οι αστυνομικοί με τις καταθέσεις τους – που δεχόμαστε «πέραν πάσης αμφιβολίας» – βεβαιώνουν ότι εγκλημάτησαν;

Για να γίνω κατανοητός θα χρησιμοποιήσω μια υπόθεση εργασίας.

Πέστε ότι στα νοσοκομεία, τις θέσεις των χειρουργών καταλαμβάνουν άνθρωποι διορισμένοι απ τα κόμματα, ότι αυτοί οι χειρουργοί δεν ακολουθούν τις οδηγίες της επιστήμης και όσα εκπαιδεύτηκαν να κάνουν, αλλά ενεργούν αυθαίρετα, ακολουθώντας κάθε φορά κάποιες πολιτικές πεποιθήσεις ή παρεμβάσεις, ακόμα και κάποιους νόμους, που όμως δεν έχουν σχέση με την επιστήμη της χειρουργικής, αλλά με συμφέροντα και πολιτικές. Κόβουν δηλαδή τους άρρωστους ή και κάποιες φορές αρπάζουν αυθαίρετα απ τους δρόμους και υγιείς και τους κόβουν σύμφωνα με τέτοιου είδους «κανόνες».
Ερώτημα: Τι θα κάνατε; Θα το θεωρούσατε κανονικό; Θα το θεωρούσατε λογική συνέπεια του πολιτικού συστήματος που επικρατεί; Θα λέγατε ότι δεν γίνεται τίποτε, έτσι είναι το σύστημα; Μήπως ότι αυτά θ αλλάξουν στο σοσιαλισμό;

Και θ αφήνατε αυτούς τους χασάπηδες να κόβουν (ή μάλλον να πετσοκόβουν), πιθανόν και τους συγγενείς σας, με τέτοιους «κανόνες»;

Υπάρχει περίπτωση στη σημερινή κοινωνία να γίνει δεκτό κάτι τέτοιο (τουλάχιστον τόσο φανερά);

Όχι; Γιατί λοιπόν γίνεται ανεκτό και δεν ξεσηκώνεται το σύμπαν, το να υπάρχουν σε μια άλλη λειτουργία της κοινωνίας, εξίσου κρίσιμη με τη χειρουργική (τη δικαιοσύνη εννοώ), νομικοί χειρουργοί, που χρησιμοποιούν ένα νυστέρι εξίσου αιχμηρό και επικίνδυνο με το φυσικό, τον νόμο και να κομματιάζουν και να σακατεύουν ανθρώπινες υπάρξεις ακόμη και ανώριμες, που τώρα ξεκινούν τη ζωή τους, ακολουθώντας «κανόνες» όπως πολιτική σκοπιμότητα, πιθανές ιδεοληψίες τους, προσδοκίες ατομικής ανέλιξης και άλλους εξίσου «καθαρούς» και «επιστημονικούς», με τους προηγούμενους που ανέφερα;

Μήπως αυτό το νυστέρι σας φαίνεται ότι σκίζει πιο μαλακά, πιο θολά, πιο θεωρητικά, με περισσότερη ασάφεια;
Κι όμως, αυτό το νυστέρι, μπορεί να καταστρέψει τόσο την ψυχική, όσο και ολόκληρη την κοινωνική ζωή ενός ανθρώπου. Η εικόνα ενός σακατεμένου ανθρώπου, ψυχικά και κοινωνικά, σας φαίνεται λιγότερο αποκρουστική απ το φυσικό σακάτεμα; Γιατί λείπουν μήπως τα αίματα;

Τι μας συγκρατεί απ το ν απαιτήσουμε και να κάνουμε απαίτηση της κοινωνίας, εδώ και τώρα, να μπουν κανόνες, επιστημονικοί και δημοκρατικοί και στη χρήση του νόμου;

Νομίζω ότι αυτή η διαφορά στην αντίληψη και αντίδραση του κόσμου, απέναντι σ αυτές τις δυο κρίσιμες λειτουργίες της κοινωνίας, δείχνει πόσο δρόμο ακόμη έχουμε να διανύσουμε, για να θεωρηθεί ότι η κοινωνία ξεπέρασε το προϊστορικό στάδιο ανάπτυξής της και μπήκε σ ένα πολιτισμένο στάδιο, όπου οι πολίτες αντιλαμβάνονται την έννοια του σακατέματος, μ έναν πιο γενικευμένο τρόπο, αλλά εξίσου συνειδητά και ενεργά, όσο και το φυσικό σακάτεμα. (Χαριτολογώντας θα λέγαμε, ως προς τα κινητά με 3G και ιντερνετική διασύνδεση, πάμε καλά. Ως προς τις κοινωνικές σχέσεις υστερούμε σακατευτικά).

Για όσους αμφιβάλλουν για το τι «κανόνες» επικρατούν στη δικαιοσύνη, παραθέτω:

«Η βαριά παραβατικότητα προέρχεται όχι μόνο από «μικρομεσαίους» απατεωνίσκους, αλλά και από φορείς της πολιτικής εξουσίας και της διαπλεκόμενης οικονομικής παραεξουσίας, οι οποίοι μένουν στο απυρόβλητο» (επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου κ. Γιώργος Βελής, από έρευνα της «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ», 2-12-2001).

«Ανώτατοι δικαστικοί θέτουν επί τάπητος, ζήτημα εκ βάθρων αναμόρφωσης και εκκαθάρισης της Δικαιοσύνης. Όλα δείχνουν ότι παρακολουθούμε το «χρονικό προαναγγελθέντος θανάτου» μιας κοινωνικής τερατογένεσης, που μας ταλαιπώρησε επί δεκαετίες» (απ το ίδια έρευνα της «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ, 2-12-2001).

«Ανώτερος δικαστικός, απ τους πιο θαρραλέους και άτεγκτους, σημειώνει ότι η διατήρηση της επιλογής των ανωτάτων δικαστών από το υπουργικό συμβούλιο επιτρέπει τον έλεγχο της δικαιοσύνης απ την πολιτική εξουσία» (απ την ίδια έρευνα).

«Υπάρχει βέβαια και ο θεσμός της επιθεώρησης των δικαστών: δικαστές του ανώτατου βαθμού επισκέπτονται κάθε χρόνο τα κατώτερα δικαστήρια και διαβάζουν τις αποφάσεις για να συντάξουν εκθέσεις περί της ποιότητας των δικαστών…Συχνά η επιθεώρηση δεν είναι παρά ένας τύπος (όχι άχρηστος) ή η ευκαιρία για ένα ευγενές γεύμα που παραθέτει ο δικηγορικός σύλλογος της περιφέρειας» (Γιώργος Κουμάντος, πανεπιστημιακός δάσκαλος, μαχητής της ελευθερίας και δικαστής του Ευρωπ. Δικαστηρίου Ανθρωπ. Δικαιωμάτων και πρόεδρος της Διεθνούς Εταιρείας πνευματικής Ιδιοκτησίας).
Κ.ά, κ.ά, κ.ά που δεν έχουν τέλος.

Για να μην αναφερθώ στα έργα και ημέρες του προηγούμενου εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Σανιδά.

Ακούσατε εσείς να έχουν λύθει κάποια απ αυτά τα προβλήματα που αναφέρθηκαν;

Γιώργος Παπανικολάου

19 Νοέμβρη 2010

Επιστολή των τριών μελών του Επαναστατικού Αγώνα

Ως Επαναστατικός Αγώνας έχουμε κάποιες βασικές πολιτικές θέσεις, αρχές και αξίες που αποτελούσαν, αποτελούν και θα αποτελούν τη βάση που στηριζόμαστε και το έδαφος που πατάμε. Οι αποφάσεις και η στάση μας απορρέουν από αυτές τις θέσεις, τις αρχές και αξίες και έχουν παίξει καταλυτικό ρόλο στις μέχρι τώρα επιλογές μας. Κοινοποιώντας τες πιστεύουμε πως ίσως μπορέσουν να γίνουν κατανοητές μια σειρά επιλογών που έχουμε κάνει και να εξηγηθεί ευκολότερα η στάση που κρατάμε σε ζητήματα που μας αφορούν.

Ίσως σε πολλούς αυτές οι θέσεις, οι αρχές και αξίες να φαντάζουν μακρινές και ακατανόητες. Ίσως για κάποιους να είναι ακραίες, γεγονός που αντιλαμβανόμαστε ως απόρροια της εποχής μας. Μέσα από το ίδιο πρίσμα αρχών, αξιών και πολιτικών θέσεων, εμείς ορίζουμε τις συντροφικές μας σχέσεις αλλά και την αλληλεγγύη μεταξύ αγωνιστών.

Για εμάς η συντροφικότητα και η αλληλεγγύη γεννιούνται και αναπτύσσονται μέσα από κοινά σχέδια αγώνα. Μέσα σε αυτόν τον αγώνα και τις δοκιμασίες στις οποίες καθημερινά υποβάλλονται, επιβιώνουν και ισχυροποιούνται ή εκφυλίζονται και πεθαίνουν. Γι’ αυτό για εμάς, είναι αρκετά αυθαίρετο το «όλοι σύντροφοι είμαστε», καθώς η συντροφικότητα δεν μπορεί να κριθεί μόνο από μια γενική αντιεξουσιαστική τοποθέτηση.

Εξάλλου υπάρχουν κάποιοι που, ενώ ανήκουν στον αντιεξουσιαστικό χώρο, έχουν τοποθετηθεί εχθρικά και έχουν καταδικάσει δημόσια την ομάδα μας και τους οποίους, εννοείται, πως δεν θεωρούμε συντρόφους μας.

Και όταν εμείς λέμε «ομάδα μας», ή «οργάνωσή μας», δεν κινούμαστε από κάποια στείρα «πατριωτικά» ένστικτα, αλλά από την πεποίθησή μας πως πρέπει να υπερασπιστούμε τις πολιτικές μας επιλογές αγώνα. Γι’ αυτές τις επιλογές και γι’ αυτή την ομάδα πληρώνουμε αυτή τη στιγμή ένα πολύ υψηλό τίμημα και για τις ίδιες επιλογές έχουμε ήδη στην ιστορική μας διαδρομή ένα νεκρό σύντροφο από το κράτος, γεγονός που έχει σημαδέψει ανεξίτηλα τις συντροφικές μας σχέσεις και έχει επηρεάσει καταλυτικά και την πολιτική μας στάση. Για όλα τα παραπάνω γίνεται, πιστεύουμε, κατανοητό πως δεν έχουμε περιθώρια να αστειευόμαστε, δεν έχουμε τα περιθώρια να αντιμετωπίζουμε με ελαφρότητα θέματα που υπονομεύουν τις πολιτικές μας επιλογές και τις συντροφικές μας σχέσεις.

Αν για κάποιους είμαστε «ακραίοι» και γι’ αυτό διαφωνούν με κάποιες επιλογές μας, να τους υπενθυμίσουμε πως είναι αυτή η πολιτική φύση της υπόθεσής μας που καθορίζει το ίδιο τόσο τις επιλογές που κάνουμε και τους είναι αρεστές, όσο και αυτές με τις οποίες δεν συμφωνούν. Γι’ αυτό και για να γίνουμε πιο κατανοητοί, οφείλουμε να τοποθετηθούμε για μια σειρά από ζητήματα και επιλογές και όχι μόνο γι’ αυτές τις επιμέρους που δημιουργούν αντιδράσεις, τις οποίες εμείς θεωρούμε αναπόσπαστο μέρος της συνολικής μας υπόθεσης και του είδους του αγώνα που κάνουμε και σίγουρα δεν τις αντιλαμβανόμαστε ως προσωπικές τάσεις.

Γιατί αναλάβαμε την πολιτική ευθύνη

Από την αρχή της σύλληψής μας αποφασίσαμε για πολιτικούς λόγους ν’ αναλάβουμε την πολιτική ευθύνη για συμμετοχή στον Επαναστατικό Αγώνα. Θεωρούσαμε και θεωρούμε ως ιστορικό μας χρέος να υπερασπιστούμε την ομάδα μας και να μην την αφήσουμε έρμαιο στις όποιες προσπάθειες δυσφήμησης και συκοφάντησης απ’ όπου και αν προέρχονται. Να πολεμήσουμε την καθεστωτική προπαγάνδα που θέλει να παρουσιάζει τους ένοπλους επαναστάτες ως εγκληματίες, να αναδείξουμε ποιοι είναι οι πραγματικοί τρομοκράτες, να επιμείνουμε στην πολιτική νομιμοποίηση της ένοπλης δράσης και, κυρίως, της δράσης του Επαναστατικού Αγώνα. Επίσης, ήταν και είναι για εμάς αναγκαίο και επιθυμητό να προωθήσουμε και μέσα από τη φυλακή τον πολιτικό λόγο του Επαναστατικού Αγώνα και να επιμείνουμε στους στόχους μας, να συνεχίσουμε να μιλάμε για τη συστημική κρίση, για τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες έτσι όπως αυτές διαμορφώνονται και οι οποίες προσφέρουν το πιο κατάλληλο περιβάλλον για την προώθηση της κοινωνικής επανάστασης.

Να υπενθυμίσουμε ότι είμαστε η μοναδική πολιτική οργάνωση η οποία έχει μιλήσει από το 2005 με την επίθεση στο υπουργείο Οικονομίας για τη δεινή θέση στην οποία θα βρισκόταν η Ελλάδα όταν θα ξεσπούσε μια επόμενη μεγάλη κρίση με διεθνείς διαστάσεις και είμαστε η μοναδική πολιτική επαναστατική οργάνωση που έχει δράσει με βάση τη σημερινή παγκόσμια οικονομική κρίση με τις επιθέσεις του 2009, για την οποία και έχουμε καταθέσει εκτενείς αναλύσεις μέσω των προκηρύξεών μας.

Στις μέρες μας, που κάθε πτυχή του συστήματος βρίσκεται υπό πρωτόγνωρη αμφισβήτηση από την κοινωνική πλειοψηφία, η οποία βρίσκεται σε αναβρασμό και με την οργή της έτοιμη ανά πάσα στιγμή να εκδηλωθεί ως βίαιος χείμαρρος εναντίον του καθεστώτος, η δράση του Επαναστατικού Αγώνα έχει σε μεγάλο βαθμό δικαιωθεί, ενώ η πολιτική υπεράσπισή της από εμάς ως πρόσωπα και μέσα από τις φυλακές είναι πιστεύουμε, απαραίτητη για την προώθηση της ένοπλης προλεταριακής κοινωνικής αντεπίθεσης ενάντια στους λακέδες της πολιτικής και οικονομικής ελίτ. Και αυτή η ένοπλη αντεπίθεση της κοινωνικής βάσης πιστεύουμε πως είναι αναγκαία συνθήκη για να επιχειρηθεί και να πετύχει η επαναστατική απόπειρα, την οποία και βλέπουμε ως πρόκληση για εμάς αλλά και για όσους, χωρίς κατά ανάγκη να έχουν εμπλακεί σε ένοπλη αντιπαράθεση με το καθεστώς, θεωρούν τους εαυτούς τους επαναστάτες με την πραγματική έννοια του όρου.

Αυτή την επαναστατική απόπειρα, που τη βλέπουμε ως την εξέλιξη μιας επικείμενης μεγάλης κοινωνικής έκρηξης η οποία, κατά τη γνώμη μας, είναι αναπόφευκτη. Όπως έχουμε ήδη πει, οι αντικειμενικές συνθήκες δεν ήταν ποτέ πιο κατάλληλες για να επιχειρηθεί μια επαναστατική απόπειρα. Σημασία όμως έχει η διαμόρφωση των υποκειμενικών συνθηκών για να πραγματοποιηθεί αυτή η απόπειρα. Στη διαμόρφωση των υποκειμενικών συνθηκών, πιστεύουμε πως μπορούμε να συμβάλουμε με τον πολιτικό μας λόγο μέσα από τη φυλακή. Και αυτός ο πολιτικός λόγος δεν θα μπορούσε να αρθρωθεί στον ίδιο βαθμό αν δεν είχαμε κάνει την επιλογή της ανάληψης της πολιτικής ευθύνης για συμμετοχή στον Επαναστατικό Αγώνα.

Με άλλα λόγια η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης μας παρέχει τον απαραίτητο βαθμό πολιτικής ελευθερίας για να συνεχίσουμε να αρθρώνουμε τον λόγο του Επαναστατικού Αγώνα στην κοινωνία μέσα από τη φυλακή και να προωθούμε χωρίς πολιτικές αναστολές τον πόλεμο με τη σύγχρονη χούντα του κράτους και του κεφαλαίου. Αυτή η απουσία πολιτικών αναστολών, εξάλλου, στον πόλεμο εναντίον του οικονομικού και πολιτικού συστήματος ήταν ένας βασικός παράγοντας που μας καθόρισε καθ’ όλη την ιστορία μας ως Επαναστατικός Αγώνας από τη δημιουργία της οργάνωσης έως και σήμερα. Γιατί, ενώ πολλοί ακόμα μέσα στον α/α χώρο έβλεπαν πως η κοινοβουλευτική δημοκρατία άφηνε περιθώρια ελευθερίας, γεγονός που δεν νομιμοποιούσε, κατά τη γνώμη τους, την ένοπλη δράση σε χώρες με αυτό το καθεστώς – ήταν όμως κοινωνικά και πολιτικά νομιμοποιημένη σε χώρες με ολοκληρωτικά καθεστώτα–, εμείς πιστεύαμε και μιλούσαμε για το σύγχρονο ολοκληρωτισμό που διαμορφωνόταν μέσα από την ενίσχυση της κρατικής βίας και ισχύος (π.χ. αντιτρομοκρατικοί νόμοι) και μέσα από την ισχυροποίηση της εξουσίας του κεφαλαίου μέσω της αγοραιοποίησης κάθε διάστασης της οικονομικής και κοινωνικής λειτουργίας. Το στοίχημα με την υπό εξέλιξη πολυδιάστατη κρίση του συστήματος για τους εξουσιαστές είναι η αξιοποίησή της για την επιτάχυνση των διαδικασιών επιβολής και την εδραίωση αυτού του ολοκληρωτισμού σε όλο τον πλανήτη. Σήμερα, με την τετραμερή χούντα (Κυβέρνηση, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ΔΝΤ) να κυβερνά τη χώρα και με το μνημόνιο να ακυρώνει ακόμα και διατάξεις του ίδιου του συντάγματος της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, κανείς δεν αμφισβητεί πλέον πως αυτό που ζούμε είναι ολοκληρωτισμός.

Για αυτό και όσοι υποστηρίζουν πως ο ένοπλος αγώνας δικαιολογείται μόνο σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, θα έπρεπε σήμερα, εν μέσω της σύγχρονης δικτατορίας, τουλάχιστον να σταματήσουν να τον κατακρίνουν, αν ήθελαν να είναι συνεπείς με τον εαυτό τους. Όμως, αντιθέτως, εξακολουθούν να κρύβονται πίσω από τα φοβικά και ενοχικά σύνδρομα για το δίκαιο της επαναστατικής δράσης, αφού στην πραγματικότητα και η ίδια η επανάσταση δεν είναι τίποτα περισσότερο για αυτούς πέρα από μια ριζοσπαστική ρητορική αμφισβήτηση του καθεστώτος, το οποίο τελικά δεν είναι απονομοποιημένο πολιτικά και ηθικά για τους ίδιους, ούτε μέσα στις ακραίες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που ζούμε σήμερα.

Αν δεν καταφέρουμε να δημιουργήσουμε το αναγκαίο πολιτικό-κοινωνικό επαναστατικό κίνημα που θα μπορέσει να βάλει τις βάσεις για τη μετατροπή της αναμενόμενης κοινωνικής έκρηξης σε επανάσταση, δεν θα πρόκειται για «πρόβλημα της κοινωνίας» που δεν θα είναι έτοιμη να δεχθεί τις δικές μας «φωτισμένες» και «καθαρές» πολιτικές θέσεις, αλλά για δικό μας πρόβλημα ν’ ανταπεξέλθουμε στις απαιτήσεις της εποχής μας. Όσον αφορά εμάς, το ερώτημα που θέτουμε δεν είναι ένα στεγνό «ναι ή όχι στην ένοπλη δράση», καθώς για εμάς το ερώτημα τίθεται υπό κάποιες σοβαρές πολιτικές προϋποθέσεις και η συγκρότηση ένοπλων οργανώσεων δεν είναι αυτοσκοπός.

Για εμάς καμία ομάδα ένοπλη, και καμία ομάδα γενικότερα –ούτε ο Επαναστατικός Αγώνας– δεν είναι αυτοσκοπός. Αυτοσκοπός για εμάς είναι η κοινωνική επανάσταση και ο ρόλος της κάθε ομάδας είναι να δράσει και να συνεισφέρει προς αυτήν την κατεύθυνση.

Για εμάς, λοιπόν, το ερώτημα είναι ευρύτερο: Οργάνωση για την ένοπλη κοινωνική επανάσταση ή όχι επανάσταση. Μια ένοπλη επαναστατική οργάνωση οφείλει να προωθεί στην πράξη και με τον λόγο της το παραπάνω, αλλιώς δεν είναι επαναστατική οργάνωση. Ίσως να ‘ναι μια ομάδα εξεγερμένων όμως όχι επαναστατική οργάνωση. Ή μήπως να περιμένουμε την κοινωνία να πάρει από μόνη της τα όπλα και εμείς να ακολουθήσουμε;

Δεν χωράει αμφιβολία πως μια επαναστατική απόπειρα είναι πολυδιάστατη, καθώς συνδυάζει πολλά πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά και στρατιωτικά εγχειρήματα και όχι μόνο δεν είναι αναγκαίο αλλά ούτε και είναι επιθυμητό το σύνολο του επαναστατημένου κόσμου να ασχολείται με την ένοπλη αντιπαράθεση με το καθεστώς. Όμως όταν λέμε ένοπλη κοινωνική επανάσταση, εννοούμε πως κάθε είδος επαναστατικό εγχείρημα για να πετύχει, θα πρέπει να περιφρουρείται και ενόπλως από τους επαναστάτες. Εκτός και αν πιστεύουμε πως η όποια επαναστατική μετάβαση θα γίνει χωρίς να ανοίξει ρουθούνι ή ότι αρκεί από μόνη της μια κοινωνική εξέγερση και θα μπορούμε να περιοριστούμε στα ήδη γνωστά και κοινώς αποδεκτά στον α/α χώρο μέσα σύγκρουσης, με τις δυνάμεις καταστολής στους δρόμους. Ας μη ξεχνάμε πως το χουντικό καθεστώς ήδη προετοιμάζεται καταλλήλως, πραγματοποιώντας γυμνάσια στο στρατό προκειμένου να τον βγάλει στους δρόμους για την καταστολή εξεγέρσεων. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι έχει γίνει από τους περισσότερους κατανοητό πως στο νέο κοινωνικό, πολιτικό περιβάλλον οι απαιτήσεις είναι πολύ περισσότερες για όλους μας. Ας μην γίνουμε ουραγοί, ας μην αφήσουμε την εποχή και την ιστορία να μας ξεπεράσει, ας μην χάσουμε την ευκαιρία να κάνουμε την επανάσταση.

Όλα τα παραπάνω είναι ο πρώτος σημαντικός λόγος για ν’ αναλάβουμε την πολιτική ευθύνη για συμμετοχή στον Επαναστατικό Αγώνα. Γιατί γι’ αυτούς τους στόχους ζούμε και αναπνέουμε. Ανυπομονούμε να βρούμε τους συντρόφους μας σε αυτή την πορεία, αυτούς που είναι διαθέσιμοι να συγκρουστούν με το καθεστώς του σύγχρονου φασισμού.

***

Η απόφασή μας ν’ αναλάβουμε την πολιτική ευθύνη για συμμετοχή στον Επαναστατικό Αγώνα αφορά και την πολιτική νοοτροπία της οργάνωσής μας. Η συμμετοχή σε μια τέτοιας φύσης ομάδα, λόγω των μεγάλων απαιτήσεων που έχει, τόσο σε πολιτικό όσο και σε επιχειρησιακό επίπεδο, και λόγω του μεγάλου κόστους που συνεπάγεται κάθε λάθος κίνηση για τον καθένα και για όλους, απαιτεί μια υψηλού επιπέδου πολιτική και προσωπική συνέπεια όσον αφορά τις ευθύνες μας για την ύπαρξη της ομάδας, τη δράση και κυρίως, την πολιτική υπεράσπισή της όταν αυτή χτυπιέται από το κράτος. Για εμάς ήταν αδιανόητο να εγκαταλείψουμε την ομάδα μας ενώ δεχόταν το χτύπημα του κράτους, αφού αυτό θα σήμαινε για εμάς ότι εγκαταλείπουμε τις επιλογές μας, τις συντροφικές μας σχέσεις, τον ίδιο μας τον εαυτό.

Ιδίως όσον αφορά τη συντροφικότητα, αυτή, όπως λέμε και παραπάνω, είναι ποτισμένη με το αίμα του συντρόφου μας Λάμπρου Φούντα, δηλαδή οι δεσμοί μας είναι δεσμοί αίματος. Θα μας ήταν αδιανόητο να μην μπορούμε να μιλήσουμε για το λόγο που ο σύντροφός μας έχασε τη ζωή του, κάτι που θα συνέβαινε αν δεν είχαμε αναλάβει την πολιτική ευθύνη. Να μην μπορούμε να δώσουμε την πραγματική διάσταση των όσων έγιναν στην Δάφνη στις 10 Μάρτη και να αφήσουμε τον σύντροφό μας έρμαιο των διαφόρων φημών και σεναρίων για το πού συμμετείχε και τι ήθελε στην περιοχή. Ο σύντροφός μας θέλουμε να μείνει στην ιστορία του απελευθερωτικού κινήματος ως πολεμιστής που μαχόταν για την ελευθερία –όπως και ήταν– και όχι ως ένα θύμα της αστυνομικής βίας.

Θα μας ήταν, λοιπόν, αδιανόητο να εγκαταλείψουμε το νεκρό σύντροφό μας που έπεσε μαχόμενος για το συλλογικό πολιτικό σχέδιο και όραμα της ομάδας μας. Η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης ήταν ένας τρόπος να παραμείνει μαζί μας ο σύντροφός μας. Ήταν ένας τρόπος να διατηρήσουμε ζωντανούς τους κοινούς στόχους και τον κοινό αγώνα. Το οφείλουμε στο σύντροφο Λάμπρο Φούντα να μιλήσουμε για την κοινή μας ιστορία. Είναι ο τρόπος μας να κρατήσουμε ζωντανό το σύντροφό μας. Αυτός θα μπορούσε να είναι και ο μόνος λόγος για ν’ αποφασίσουμε ν’ αναλάβουμε την πολιτική ευθύνη για συμμετοχή στον Επαναστατικό Αγώνα.

Εδώ θα θέλαμε να ανοίξουμε μια παρένθεση για να διατυπώσουμε την διαφωνία μας, με το τρόπο που αντιμετωπίστηκε ο θάνατος του συντρόφου μας από μερίδα του α/α χώρου. Ακόμα και μετά την ανάληψη ευθύνης σε πλήθος προκηρύξεων ή αφίσες παρουσιαζόταν ο Λάμπρος Φούντας ως αναρχικός και όχι ως μέλος του Επαναστατικού Αγώνα.

Αναμφισβήτητα ο Λάμπρος Φούντας ήταν αναρχικός, όπως άλλωστε και όλοι μας. Όμως δεν σκοτώθηκε γιατί ήταν αναρχικός, αλλά ως μέλος του Επαναστατικού Αγώνα. Το να είναι κανείς αναρχικός δεν είναι από μόνο του ιδιώνυμο, ούτε αποτελεί κίνδυνο για το καθεστώς. Εξαρτάται από την δράση του και πως τοποθετείται πολιτικά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Λάμπρος Φούντας δεν σκοτώθηκε ούτε σε διαδήλωση, ούτε σε κατάληψη, ούτε γιατί έκανε εκδόσεις ή γιατί ανήκε σε αναρχική ομάδα αλλά σε προπαρασκευαστική ενέργεια του Επαναστατικού Αγώνα.

Η πολιτική συνέπεια όπως εμείς την αντιλαμβανόμαστε έχει το κόστος της, που μπορεί να είναι να χάσεις τη ζωή ή την ελευθερία σου. Έχοντας ένα νεκρό σύντροφο στην ομάδα μας οι απαιτήσεις γίνονται ακόμα μεγαλύτερες για εμάς, η αφοσίωση στην κοινή ιστορία και τους συντρόφους μας μεγαλώνει, η πίστη για τους κοινούς στόχους ατσαλώνεται.

Ίσως για τους περισσότερους αυτού του είδους η συνέπεια, το χρέος, οι απαιτήσεις που αναφέρουμε να μην γίνονται εύκολα κατανοητές, καθώς στην εποχή μας συχνά, τόσο οι συντροφικές σχέσεις όσο και τα πολιτικά σχέδια έχουν ελαστικοποιηθεί για να προσαρμόζονται στους προσωπικούς στόχους και προσδοκίες. Όμως εμείς αυτοί είμαστε, έτσι ορίζουμε τη συντροφικότητα και τις σχέσεις μας.

Ας θεωρηθεί ότι μιλάμε για ένα χρέος απέναντι σε μια πολιτική ιστορία που γράφτηκε και γράφεται από εμάς και που κανένας άλλος δεν μας επέβαλε, εκτός από τη συνείδησή μας. Πρόκειται για τις ίδιες τις επιλογές αγώνα που κάναμε για τις οποίες είμαστε πολύ περήφανοι και πραγματικά, μας χαροποιεί να δηλώνουμε δημόσια ποιοι είμαστε και τι θέλουμε. Αυτή η πολιτική ιστορία θέλουμε να παραμείνει ζωντανή μέσω της ανάληψης ευθύνης. Πρόκειται για την ιστορία μας, για έναν αγώνα ως τα άκρα για την ελευθερία.

****

Απόρροια της ίδια πολιτικής νοοτροπίας είναι η βούλησή μας να περιφρουρήσουμε την ομάδα μας από παράγοντες που έχουν καταγγείλει τη δράση του Επαναστατικού Αγώνα, που έχουν κρατήσει πολεμική στάση απέναντι στις ένοπλες μορφές αγώνα και που έχουν προσβάλει την ομάδα ή συντρόφους μας. Γι’ αυτό και κοινοποιούμε (στους 3 συγκατηγορούμενούς μας το έχουμε κοινοποιήσει από την αρχή της σύλληψής μας) πως δεν θα δεχτούμε να εμπλακούν στην υπόθεση αυτή πρόσωπα με οποιαδήποτε ιδιότητα (δικηγόροι, μάρτυρες υπεράσπισης, αλληλέγγυοι κ.α.) που έχουν προσβάλει κάποιον από τους συντρόφους μας ή την οργάνωσή μας. Επίσης επισημαίνουμε πως αν στο δικαστήριο έρθουν άτομα ως μάρτυρες υπεράσπισης οποιουδήποτε κατηγορούμενου και τοποθετηθούν αρνητικά ως προς τον Επαναστατικό Αγώνα ή και γενικότερα την ένοπλη δράση, έχει ήδη ζητηθεί από τους συγκατηγορούμενούς μας να εξαιρεθούν αμέσως από τη διαδικασία και να διατυπωθεί η διαφωνία τους ως προς τη συγκεκριμένη στάση. Αν δεν γίνει αυτό, είμαστε υποχρεωμένοι να το καταγγείλουμε εμείς άμεσα, ερχόμενοι, δυστυχώς, σε σύγκρουση και με τον συγκατηγορούμενό μας που θα έχει καλέσει το συγκεκριμένο πρόσωπο στη δίκη.

Πιστεύουμε πως δεν είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό πως όταν κάποιος δηλώνει αλληλέγγυος σε κάποιον, ενώ διαφωνεί με τις επιλογές αγώνα που αυτός κάνει, ακυρώνει την έννοια της αλληλεγγύης. Γι’ αυτό και από τη μεριά μας είναι αδιανόητο, και το δηλώνουμε εξαρχής, να έχουμε στη δίκη μάρτυρες υπεράσπισης που στην ερώτηση από το δικαστήριο «αν συμφωνείτε ή όχι με τη συγκεκριμένη μορφή δράσης» απαντήσουν πως διαφωνούν. Εξάλλου τα δικαστήρια δεν είναι χώροι όπου μπορούμε να συζητάμε τις όποιες διαφωνίες μας ως αγωνιστές και ούτε είναι κανείς υποχρεωμένος να τοποθετηθεί πάνω σε τέτοια ζητήματα ενώπιον μιας δικαστικής έδρας. Επίσης, ας λάβουνε υπόψιν τους όσοι θελήσουν να παραστούν ως μάρτυρες στην δίκη μας, ότι η ερώτηση «Συμφωνείτε ή όχι με αυτήν τη μορφή δράσης και με την συγκεκριμένη οργάνωση;» θα ακούγεται συνεχώς καθώς με αυτήν θα επιχειρήσουν οι δικαστές να αποσπάσουν καταδικαστικές τοποθετήσεις ώστε να μας απονομιμοποιήσουν πολιτικά και μέσω της δίκης.

Κατά ανάλογο τρόπο, πρόσωπα που έχουν κατά το παρελθόν προσβάλει κάποιον σύντροφό μας σε επίπεδο που δεν αφορά στενά προσωπικό θέμα, δεν θέλουμε να έχουν καμία σχέση με την υπόθεση και με τη δίκη. Και εφόσον κάποιος από τους υπόλοιπους συγκατηγορούμενούς μας ανεχτεί κάποιο τέτοιο πρόσωπο, βάζοντας τις συντροφικές σχέσεις στην άκρη για λόγους προσωπικού συμφέροντος είμαστε υποχρεωμένοι να αποστασιοποιηθούμε από αυτόν και να καταγγείλουμε την επιλογή του εμπράκτως.

Επαναλαμβάνουμε πως η ιστορία και η ηθική μας, το γεγονός ότι είμαστε μέλη του Επαναστατικού Αγώνα, ότι έχουμε ένα νεκρό σύντροφο στις γραμμές μας, ότι είμαστε στη φυλακή αντιμετωπίζοντας μακροχρόνιο εγκλεισμό, δεν μας επιτρέπει ν’ αντιμετωπίζουμε με ελαφρότητα παράγοντες που έχουν προσβάλει εμάς και την ιστορία μας την οποία και οφείλουμε να περιφρουρήσουμε.

Λυπούμαστε αν δεν μπορούμε να γίνουμε κατανοητοί απ’ όλους. Όμως δεν μπορούμε να προσαρμοστούμε στις όποιες απαιτήσεις και διαθέσεις μπορεί ανά καιρούς να εκφράζονται. Προτιμούμε να παραμείνουμε αυτοί που είμαστε, ακόμα και αν αυτό έχει ως αποτέλεσμα σε κάποιους να μην είμαστε αρεστοί. Εξάλλου ποτέ δεν κάναμε δημόσιες σχέσεις και ποτέ δεν προσαρμοστήκαμε σ’ ένα γενικότερο κοινωνικό κλίμα του χώρου. Η ίδια η επιλογή μας, εξάλλου, να συμμετέχουμε στον Επαναστατικό Αγώνα, μας έχει ήδη φέρει αντιμέτωπους με ορισμένους.

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ

Η αλληλεγγύη με φυλακισμένους συντρόφους καθορίζεται, αναπόφευκτα, από την πολιτική στάση και το λόγο των ίδιων των φυλακισμένων. Ένα κίνημα αλληλεγγύης δεν μπορεί παρά να στοχεύει στην ενίσχυση και προώθηση του λόγου και των θέσεων των φυλακισμένων συντρόφων, καθώς αυτός ο λόγος και οι θέσεις είναι το όπλο που έχουν οι φυλακισμένοι για ν’ αντισταθούν στην κρατική βία που δέχονται. Αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει ένα κίνημα να ταυτίζεται με τους συγκεκριμένους συντρόφους και τις επιλογές τους. Όμως η αλληλεγγύη από μόνη της σημαίνει πολιτική συνενοχή, αν όχι ως προς τα χρησιμοποιούμενα μέσα και μεθόδους, σίγουρα ως προς τις πολιτικές στοχεύσεις και κατευθύνσεις. Σίγουρα πάντως, δεν μπορεί ν’ αγνοηθεί ο λόγος του συντρόφου και να υποκαθίσταται από τις συνηθισμένες γενικές τοποθετήσεις που θέτουν ως αιχμή την κρατική καταστολή και καταλήγουν, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, να θυματοποιούν τον φυλακισμένο σύντροφο, ακόμα και αν ο ίδιος διατηρεί μια διαφορετική στάση.

Κάτι ανάλογο ζήσαμε εμείς με τη δική μας υπόθεση. Τις πρώτες μέρες των συλλήψεών μας, και ενώ δεν είχαμε ακόμα αναλάβει την πολιτική ευθύνη για συμμετοχή στον Επαναστατικό Αγώνα, κυκλοφόρησε ένας αρκετά μεγάλος αριθμός κειμένων συμπαράστασης που είχαν χαρακτήρα καταγγελιών της κρατικής καταστολής και μιλούσαν για την «τρομολαγνεία», την «ποινικοποίηση αγωνιστών και πολιτικών χώρων», την «ποινικοποίηση των προσωπικών σχέσεων», την «εγκληματοποίηση του αγώνα» κ.λ.π. Επίσης κάποιοι βιάστηκαν και χωρίς ακόμη να έχουμε τοποθετηθεί οι συλληφθέντες, μίλησαν για «σκευωρία» για «υποτιθέμενη υπόθεση του Επαναστατικού Αγώνα».

Εδώ να σημειώσουμε, καθώς θεωρούμε τουλάχιστον άστοχη την έκφραση «εγκληματοποίηση του αγώνα». Και αυτό γιατί ο Επαναστατικός Αγώνας δεν είναι εγκληματική οργάνωση για να εγκληματοποιείται αυτός που του αποδίδεται η συμμετοχή σε αυτόν, ενώ η δράση της οργάνωσής μας όχι μόνο δεν εγκληματοποιεί τον απελευθερωτικό αγώνα αλλά, αντιθέτως, συμβάλλει στην ευρύτερη κοινωνικοποίησή του. Η εγκληματοποίηση του αγώνα μπορεί να είναι αποτέλεσμα της δράσης εγκληματικών στοιχείων στους κόλπους του, μόνο που εμάς δεν μας αφορά αυτό. Αν με την έκφραση «εγκληματοποίηση του αγώνα» αναφερόμαστε στο τι επιδιώκει το κράτος με τις συλλήψεις μας, η απάντηση είναι πως η απόπειρα εγκληματοποίησης μέσω της κυρίαρχης προπαγάνδας και της λασπολογίας αφορούσε πρώτα και κύρια εμάς σαν πολιτικά πρόσωπα και την οργάνωσή μας, γεγονός που δεν έγινε δυνατό λόγω της πολιτικής μας στάσης αλλά και της αποδοχής που έτσι κι αλλιώς απολαμβάνει ο Επαναστατικός Αγώνας σε σημαντικά τμήματα της κοινωνίας.

Κείμενο συμπαράστασης βγήκε ακόμα και από ομάδα που στο παρελθόν είχε καταγγείλει δημόσια και πολεμήσει τον Επαναστατικό Αγώνα. Αυτό δείχνει πως κάτω από το πολιτικό πλαίσιο της κρατικής καταστολής μπορούν να κινούνται πολλά, όχι απλώς ετερόκλητα πολιτικά αλλά ακόμα και εχθρικά μεταξύ τους άτομα και ομάδες.

Η κινητοποίηση ενάντια στην κρατική καταστολή είναι επιθυμητή και αναγκαία, όταν το κράτος επιτίθεται σε αγωνιστές και βάζει στο στόχαστρο τον απελευθερωτικό αγώνα, με την προϋπόθεση ότι θα περιφρουρεί το κίνημα αλλά συγχρόνως, θα βάζει τους όρους της αντεπίθεσης. Με άλλα λόγια να μη μένουμε σε μια αδιεξοδική κατά την γνώμη μας στάση άμυνας απέναντι στο κράτος, αλλά να γίνεται η κρατική καταστολή η αφορμή να εντείνουμε τον αγώνα για την ανατροπή του κράτους και για την επανάσταση.

Από τη στιγμή που δημοσιεύτηκε η επιστολή μας με την ανάληψη της πολιτικής ευθύνης, σταμάτησε η παραγωγή κειμένων ενώ αντιληφθήκαμε πως υπήρξε σε πολλούς ένα μπλοκάρισμα σχετικά με το πολιτικό πλαίσιο της αλληλεγγύης με εμάς.

Είναι βέβαια γνωστό μέσα από την ιστορία του κινήματος, πως για πολλούς, είναι πιο εύκολη η διαχείριση υποθέσεων με “αθώους” παρά με “ενόχους”. Στην πρώτη περίπτωση παίρνεις μία ευρύτερα αποδεκτή -κατά την λογική μέρους του α/α χώρου- και συχνά ανώδυνη θέση άμυνας στην κρατική καταστολή, ενώ οι “ένοχοι” κρατούν εκ των πραγμάτων στάση επίθεσης, υποχρεώνοντας στον ένα ή στον άλλο βαθμό το κίνημα αλληλεγγύης να πάρει μία ανάλογη στάση.

Όσον αφορά το πλαίσιο αλληλεγγύης με εμάς, αυτό σίγουρα δεν μπορεί να αφορά την προβολή μας ως θύματα της κρατικής βίας, αφού δεν έχουμε ούτε στιγμή παρουσιάσει τους εαυτούς μας ως τέτοια. Αφορά όμως την προοπτική της επαναστατικής δράσης για την πολιτική ανατροπή και την κοινωνική απελευθέρωση, ιδιαίτερα μέσα στις σημερινές συνθήκες της συστημικής κρίσης. Αφορά και συνδέεται οργανικά με την προοπτική της διαμόρφωσης ενός κινήματος ριζοσπαστικού που θα μπορέσει χωρίς πολιτικές ενοχές και ενδοιασμούς να παίξει έναν ρόλο καταλύτη στις εξελίξεις στο κοινωνικό πεδίο.

Εδώ να ξεκαθαρίσουμε πως εμείς δεν βλέπαμε ποτέ την ομάδα μας ως την «ένοπλη πρωτοπορία» ενός κινήματος – με την έννοια του «ένοπλου κόμματος», όπως μας έχουν κατηγορήσει κατά καιρούς κάποιοι, κυριευμένοι προφανώς από τα φοβικά σύνδρομα και συμπλέγματα του πολιτικού «καπελώματος». Όμως την ομάδα μας τη βλέπαμε πάντα ως εν δυνάμει καταλύτη για τη διαμόρφωση ενός επαναστατικού κινήματος που θα μπορεί να παίξει το ρόλο της πολιτικής πρωτοπορίας στις κοινωνικές εκρήξεις που θ’ ακολουθήσουν.

Πιστεύουμε πως το ν’ αρνείται κανείς να εργαστεί για να δημιουργηθεί ένα κίνημα πρωτοποριακό στην ιστορική περίοδο που ζούμε είναι αποτέλεσμα πολιτικής αδυναμίας και ανεπάρκειας ως προς τα ζητήματα που θέτει η εποχή μας και τα οποία πρέπει ν’ απαντηθούν.

Όπως έχουμε πει στο πρώτο μέρος του κειμένου μας, η υπόθεσή μας όλη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πολιτική του Επαναστατικού Αγώνα, δηλαδή τη δράση στην εποχή της συστημικής κρίσης, την αξιοποίησή της, την εκμετάλλευση στο μέγιστο δυνατό βαθμό των κατάλληλων αντικειμενικών συνθηκών έτσι όπως τις διαμορφώνει το ίδιο το σύστημα και την εντατικοποίηση της προσπάθειας για τη διαμόρφωση των υποκειμενικών συνθηκών για την επανάσταση.

Όταν λέμε αντικειμενικές συνθήκες εννοούμε την απονομιμοποίηση στις κοινωνικές συνειδήσεις, όχι μόνο του νεοφιλελεύθερου μοντέλου διακυβέρνησης, αλλά συνολικά, του συστήματος οικονομικής οργάνωσης, την απαξίωση του πολιτικού συστήματος και των εκπροσώπων του από την πλειοψηφία της κοινωνίας και την βαθιά κρίση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Μιλάμε για μια εποχή που η διεθνής οικονομική κρίση έχει υπονομεύσει όλο το σύστημα, που η αδυναμία του να διατηρεί την πολιτική και οικονομική ενσωμάτωση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού, έχει δημιουργήσει μια άβυσσο ανάμεσα σε έχοντες και μη έχοντες, ανάμεσα σε φτωχούς και πλούσιους.

Μιλάμε για την εποχή που δείχνει να μην γίνονται ανεκτοί πλέον οι προνομιούχοι οικονομικά και πολιτικά. Είναι η εποχή που η ίδια η κρίση και οι προσπάθειες της οικονομικής και πολιτικής ελίτ να την ξεπεράσει και να αναστηλώσει το παραπαίον σύστημα, έχει δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να μετατραπεί η κοινωνική πλειοψηφία σε εχθρό τους. Έχει δώσει το εύφλεκτο υλικό για τις μεγάλες κοινωνικές εκρήξεις σε όλο τον πλανήτη.

Οι επαναστάσεις, εξάλλου, είναι σαν τις κλωτσιές σε σάπιες πόρτες. Αρκεί να υπάρχει κάποιος να τις δώσει, αρκεί να υπάρχει το επαναστατικό ρεύμα που θα σαρώσει ό,τι υπάρχει όρθιο από το καθεστώς. Δηλαδή, αρκεί να υπάρχουν οι υποκειμενικές συνθήκες που θα επιτρέψουν να γίνει η επανάσταση.

Όταν λέμε υποκειμενικές συνθήκες εννοούμε την παρουσία ενός μαζικού επαναστατικού κινήματος που θα καταφέρει να συμπαρασύρει προς την επανάσταση μεγάλα τμήματα της κοινωνίας και να διασφαλίσει την επιτυχία του εγχειρήματος για ένα βιώσιμο μαζικό κοινωνικό μετασχηματισμό, ενώ παράλληλα θα είναι σε θέση να την περιφρουρήσει αποτελεσματικά την επανάσταση από κάθε αντεπαναστατικό παράγοντα. Προϋπόθεση για να κερδίσουμε το στοίχημα αυτό είναι να στραφούμε στην απάντηση των παρακάτω ζητημάτων:

– Πώς τοποθετούμαστε απέναντι στα επιχειρήματα της κυρίαρχης πολιτικής για το ξεπέρασμα της κρίσης και πώς αντιπαλεύουμε την καθεστωτική επιχειρηματολογία και τ’ αντεπαναστατικά επιχειρήματα της καθεστωτικής αριστεράς.

– Τι κάνουμε και πώς οργανώνουμε την επίθεση εναντίον του σύγχρονου φασισμού.

– Πώς βλέπουμε και πώς προωθούμε το ζήτημα της επανάστασης και ποιες είναι οι προτάσεις μας για έναν επαναστατικό και κοινωνικό μετασχηματισμό.

– Πώς απαντάμε στο ζήτημα της ένοπλης κοινωνικής αντεπίθεσης για την επανάσταση, την περιφρούρησή της από την κρατική βία που θα έρθει ως απάντηση και πώς την οργανώνουμε. Είναι ή δεν είναι αναγκαίο να προϋπάρχει μια οργανωτική βάση από τα πριν γι’ αυτόν το σκοπό;

Αυτά είναι κατά τη γνώμη μας μερικά από τα βασικά ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν, ώστε να μπουν οι προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση ενός κινήματος επαναστατικού που θ’ αξιοποιήσει τις ευκαιρίες της εποχής μας. Ενός κινήματος που αναπόσπαστο μέρος του θα είναι η δράση αλληλεγγύης με φυλακισμένους συντρόφους. Τουλάχιστον όσον αφορά εμάς –και πιστεύουμε και όσους φυλακισμένους αναγνωρίζουν τις ιδιαιτερότητες που, λόγω κρίσης, αποκτά η εποχή μας– η ενότητα ενός κινήματος για τη δράση και την επανάσταση στην εποχή της κρίσης είναι επιθυμητή και αναγκαία συνθήκη για να έχει προοπτική και μέλλον το κίνημα αλληλεγγύης σε φυλακισμένους αγωνιστές.

Μπορεί να φαίνεται μαξιμαλιστική μια τέτοια προοπτική και για πολλούς ακατόρθωτη. Όμως, αν δεν προσπαθήσουμε να υπερβούμε την αποσπασματική προσέγγιση των ζητημάτων που μας απασχολούν, συνεπώς, και της αλληλεγγύης σε φυλακισμένους αγωνιστές, θα δημιουργούμε συνεχώς διάφορα θνησιγενή σχήματα με μικρή διάρκεια ζωής που θα έχουν ένα διεκπεραιωτικό χαρακτήρα πάνω σε επιμέρους ζητήματα, π.χ. μια δίκη, μια απεργία πείνας, οι πρώτες μέρες μιας δίωξης ή φυλάκισης κλπ. Η αποσπασματικότητα συνήθως είναι η αιτία που δεν επιβιώνουν τα συλλογικά πολιτικά εγχειρήματα, με αποτέλεσμα να αδυνατούμε να θέσουμε ένα ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο. Γι’ αυτό και τα περισσότερα απ’ αυτά τα εγχειρήματα στηρίζονται περισσότερο στα υγιή αντανακλαστικά των συντρόφων σε εν θερμώ γεγονότα, που όταν όμως φεύγουν από την επικαιρότητα φεύγει και η διάθεση για δράση.

Επανερχόμενοι στη δική μας υπόθεση, επισημαίνουμε πως δεν πιστεύουμε πως είμαστε με την πλάτη στον τοίχο, παρά το γεγονός ότι βρισκόμαστε στη φυλακή. Όπως επίσης, δεν πιστεύουμε ότι ο μεγάλος αριθμός των φυλακισμένων συντρόφων συνιστά λόγο για τη θυματοποίηση ενός ολόκληρου πολιτικού χώρου.

Αντιθέτως, πιστεύουμε πως η πολιτική και οικονομική ελίτ είναι με την πλάτη στον τοίχο και αντιμετωπίζουν την πολιτική περιθωριοποίηση από την κοινωνική πλειοψηφία. Αυτός είναι ένας καθοριστικός λόγος που το κράτος θα σκληραίνει συνεχώς τη στάση του εναντίον μας και εναντίον των επαναστατών γενικότερα και θα υιοθετεί μια όλο και πιο απροκάλυπτα φασιστική συμπεριφορά, απόρροια της πολιτικής και κοινωνικής απαξίωσης του καθεστώτος από την πλειοψηφία των καταπιεσμένων και του φόβου που η απαξίωση αυτή προκαλεί στους εξουσιαστές.

Η δική μας σύλληψη, για παράδειγμα, έχει ως πρωταρχικό στόχο την αντιμετώπιση του Επαναστατικού Αγώνα που συνιστά μια σημαντική απειλή για το καθεστώς. Η εποχή της κρίσης κάνει ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη για το κράτος να ξεμπερδέψει μαζί μας, αφού, όπως είχε δηλώσει κυβερνητικό στέλεχος λίγες μέρες μετά τις συλλήψεις μας, ο Επαναστατικός Αγώνας θα μπορούσε με τη δράση του «να τινάξει στον αέρα τα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης». Και εμείς από τη μεριά μας δηλώνουμε πως έχουν δίκιο αφού αυτός ήταν, είναι και θα είναι ο στόχος μας: να συντρίψουμε τα αντικοινωνικά σχέδια που κυβέρνηση, Ε.Ε., Ε.Κ.Τ και Δ.Ν.Τ. θέλουν να επιβάλουν στο όνομα του ξεπεράσματος της οικονομικής κρίσης.

Δε νομίζουμε, λοιπόν, πως μας ταιριάζει ένας λόγος αλληλεγγύης που θα έχει ως αιχμή την κρατική βία και καταστολή. Αντιθέτως, μας ταιριάζει ένας λόγος που θα προτάσσει την ανατροπή της σύγχρονης χούντας του Δ.Ν.Τ., της Ε.Ε., Ε.Κ.Τ. Ένας λόγος που θα προβάλλει την ανάγκη της προλεταριακής αντεπίθεσης και της οργάνωσης για την πραγμάτωση της. Μας ταιριάζει ένας λόγος που θα έχει ως αιχμή την ίδια την επανάσταση.

Για το ζήτημα των πολιτικών κρατουμένων

Όπως είναι σε όλους σαφές, βρισκόμαστε στη φυλακή γιατί είμαστε πολιτικοί αντίπαλοι του καθεστώτος. Η φύση της υπόθεσής μας είναι πολιτική και είναι κεφαλαιώδους σημασίας για εμάς ο προσδιορισμός μας ως πολιτικοί κρατούμενοι. Βέβαια, το κράτος δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη πολιτικών κρατουμένων, αφού αυτό θα σήμαινε ότι αναγνωρίζει την ύπαρξη μιας άλλης πρότασης για την πολιτική και οικονομική οργάνωση της κοινωνίας, που η πραγμάτωσή της προϋποθέτει την κατάλυση της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Η αναγνώριση από το κράτος μιας επαναστατικής πρότασης για την κοινωνική αυτοοργάνωση, θα σήμαινε αυτόματα ότι αρνείται τη μονοκρατορία της εξουσίας του και ότι αποδέχεται πως δεν είναι μονόδρομος η ύπαρξη της παρούσας ιεραρχικής οργάνωσης της κοινωνίας, γεγονός που θα οδηγούσε στην υπονόμευση της ίδιας της καθεστωτικής σταθερότητας.

Κάθε αγώνας για ν’ αναγνωριστεί και να γίνει αποδεκτή η ταυτότητα των πολιτικών κρατουμένων, είναι αγώνας αμφισβήτησης της κρατικής εξουσίας. Και γι’ αυτόν τον αγώνα κάποιοι φυλακισμένοι αγωνιστές έχουν προσφύγει κατά το παρελθόν στο ύστατο μέσο πάλης μέσα από τις φυλακές, την απεργία πείνας, προκειμένου ν’ αναγνωριστούν ως πολιτικοί αντίπαλοι του συστήματος, όπως είχαν κάνει αγωνιστές της RAF και του IRA. Από την άλλη, ενώ ποτέ το κράτος δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη πολιτικών κρατουμένων, εφαρμόζει ειδικές συνθήκες κράτησης για τους πολιτικούς εχθρούς του που αιχμαλωτίζει. Πολλοί πολιτικοί κρατούμενοι έχουν αγωνιστεί με απεργίες πείνας μέχρι θανάτου για το σπάσιμο των ειδικών συνθηκών κράτησης, ενώ πολλές είναι οι απεργίες πείνας που έγιναν γιατί οι κρατούμενοι διεκδικούσαν τη συλλογική πολιτική τους ταυτότητα και την ομαδοποίησή τους, όπως οι κρατούμενοι της RAF, της Action Directe, της ETA, του IRA ή μέλη επαναστατικών οργανώσεων στην Τουρκία. Δεν είναι λίγοι οι αγωνιστές που έχουν πεθάνει σε αυτές τις απεργίες πείνας όπως ο Χόλγκερ Μάινς και ο Ζίγκουρτ Ντέμπους της RAF, ο Μπόμπυ Σαντς και άλλοι κρατούμενοι του IRA και του INLA, καθώς και αρκετοί Τούρκοι αριστεροί πολιτικοί κρατούμενοι στην απεργία πείνας θανάτου το Δεκέμβρη του 2000.

Πιστεύουμε πως είναι μεγάλο λάθος να μην αναγνωρίζεται από μέρος συντρόφων εντός και εκτός φυλακών, η ύπαρξη πολιτικών κρατουμένων που, από ό,τι έχουμε αντιληφθεί, αφορά στην άρνησή τους να βάλουν διαχωρισμούς μεταξύ πολιτικών και λοιπών κρατουμένων. Όμως, με το να μην αναγνωρίζουμε την ύπαρξη πολιτικών κρατουμένων, απεμπολούμε ένα θεμελιώδες δικαίωμα των επαναστατών να προσδιορίζονται με αυτόν τον όρο, γεγονός που σημαίνει πως εγκαταλείπουμε από μόνοι μας ένα πεδίο μάχης με τον εχθρό, πως του παραδίδουμε μέρος του οπλοστασίου μας. Κάνουμε ένα βήμα πίσω στη μάχη με το κράτος, αφήνοντάς του το περιθώριο να χαρακτηρίζει τους επαναστάτες και τους ένοπλους αντάρτες ως «κοινούς εγκληματίες», «συμμορίτες» και «τρομοκράτες», χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιεί σαν όπλα στον επικοινωνιακό πόλεμο που διεξάγει, προκειμένου να πείσει την κοινωνία ότι δεν υπάρχει αντίπαλο πολιτικό δέος στην κυρίαρχη τάξη πραγμάτων. Πρόκειται για μια συνεχή μάχη ανάμεσα σε εχθρικές μεταξύ τους πολιτικές οντότητες, μια μάχη που η έκβασή της καθορίζεται από την ένταση του αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση.

Επομένως, δεν πρόκειται για μια χωρίς ιδιαίτερη βαρύτητα υπόθεση. Κάποιοι από τον α/α χώρο λανθασμένα δεν αναγνωρίζουν την ύπαρξη πολιτικών κρατουμένων, καθώς για πολλούς ο όρος «πολιτικός» είναι αρνητικά φορτισμένος, εξαιτίας του γεγονότος ότι έχουν ταυτίσει την ευρύτερη έννοια της πολιτικής με την καθεστωτική πολιτική, με τον πολιτικαντισμό, τον παραγοντισμό και την εκχυδαϊσμένη ρητορική των κυβερνώντων.

Όσον αφορά στη σχέση μεταξύ πολιτικών και λοιπών κρατουμένων, εμείς δεν μιλάμε για «διαχωρισμό», αφού πρόκειται για έννοια αρνητικά φορτισμένη. Μιλάμε για διαφορετικότητα την οποία οφείλουμε να διαφυλάξουμε. Δεν πιστεύουμε ότι είναι ούτε κακό ούτε λάθος να διατηρούμε και να προασπίζουμε την πολιτική μας ταυτότητα.

Η διαφορετικότητα μεταξύ πολιτικών και κοινωνικών κρατουμένων οφείλεται στο γεγονός ότι ενώ οι πρώτοι παραβίασαν τους καθεστωτικούς νόμους κινούμενοι από ένα επαναστατικό δίκαιο και έχοντας πλήρη συνείδηση των πολιτικών τους επιλογών και πράξεων, οι υπόλοιποι κρατούμενοι υποκινούνται από προσωπικούς παράγοντες και συχνά απουσιάζει η συνείδηση που τους καθιστά κύριους υπεύθυνους των πράξεών τους, ενώ τις περισσότερες φορές πρωτεύοντα ρόλο στις πράξεις τους παίζουν οι κυρίαρχες κοινωνικές και ταξικές συνθήκες που τους εξωθούν σε εκτός νόμου πρακτικές.

Ενώ λοιπόν ένας κοινωνικός κρατούμενος βρίσκεται στη φυλακή για λόγους προσωπικούς, λόγους που αφορούν την ιδιωτική του σφαίρα και το πώς αυτή επηρεάζεται από τις ευρύτερες κοινωνικές συνθήκες και τάσεις της εποχής μας, ένας επαναστάτης δεν δρα για προσωπικό όφελος, δεν έχει ιδιοτελή κίνητρα. Ο μεν πρώτος δεν διεκδικεί με τις πράξεις του την αλλαγή της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων, ενώ ο δεύτερος έχει την επαναστατική αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών ως το μόνο κίνητρο για τη δράση του.

Οι παραπάνω θέσεις μας δεν σημαίνουν ότι αρνούμαστε πως υπάρχουν αρκετά υγιή κοινωνικά άτομα στις φυλακές, πως υπάρχουν αξιοπρεπείς άνθρωποι με ισχυρό αξιακό κώδικα, οι οποίοι και αποτελούν τους φυσικούς μας συμμάχους στους διεκδικητικούς αγώνες για τους όρους φυλάκισης και τις συνθήκες διαβίωσης στις φυλακές. Κάποιοι από αυτούς, εξάλλου, εκδηλώνουν παραδειγματική συντροφική στάση και αλληλεγγύη σε υποθέσεις πολιτικών κρατουμένων. Όμως, ακόμα και η διαμόρφωση πολιτικής συνείδησης σε μια μικρή μειοψηφία κρατουμένων δεν είναι ο κανόνας και, παρά το γεγονός ότι είναι μια ελπιδοφόρα εξέλιξη, δεν αλλάζει το γεγονός ότι οι λόγοι που αυτοί βρέθηκαν στη φυλακή δεν είναι πολιτικοί.

Η ταύτιση ή η εξομοίωση πολιτικών και κοινωνικών κρατουμένων δεν έχει να προσφέρει τίποτα ούτε στους μεν ούτε στους δε. Εξάλλου η πολιτική ταυτότητα των φυλακισμένων αγωνιστών πάντα ήταν ένα εργαλείο επικοινωνίας για τη διαμόρφωση επαναστατικών πολιτικών συνειδήσεων εντός και εκτός φυλακών. Με το να μην αποδεχόμαστε την πολιτική ταυτότητα των φυλακισμένων αγωνιστών καταλήγουμε, αντί να πολιτικοποιούμε περισσότερους ανθρώπους γύρω μας και να τους κάνουμε συντρόφους μας στον απελευθερωτικό αγώνα, ν’ αποπολιτικοποιούμαστε εμείς οι ίδιοι, γεγονός που όχι μόνο δεν προσφέρει τίποτα αλλά, αντιθέτως, λειτουργεί αρνητικά στον ευρύτερο αγώνα για την κοινωνική και πολιτική ανατροπή.

Εμείς, ως μέλη του Επαναστατικού Αγώνα, βρεθήκαμε στη φυλακή γιατί είμαστε επαναστάτες, μέλη μιας ένοπλης οργάνωσης που με τη δράση της στρέφεται εναντίον του κράτους και του κεφαλαίου και προσπαθεί να συνεισφέρει στην κοινωνική επανάσταση. Ως επαναστάτες δρούμε προς όφελος των προλετάριων, των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων. Από αυτές, εξάλλου, τις κοινωνικές τάξεις προερχόμαστε κι εμείς, γεγονός που έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της ταξικής μας συνείδησης και της πολιτικής μας πορείας.

Τελικά δεν είναι, πιστεύουμε, ακραίο να πούμε πως οι επαναστάτες ή είναι κοινωνικοί επαναστάτες που δρουν ανιδιοτελώς και προς όφελος των καταπιεσμένων ή δεν είναι καθόλου επαναστάτες.

Για εμάς, ως μέλη του Επαναστατικού Αγώνα, ο προσδιορισμός μας ως πολιτικοί κρατούμενοι είναι αναπόσπαστο μέρος του αγώνα μας μέσα από τη φυλακή, αφορά την ταυτότητά μας και τη φύση της υπόθεσής μας και γι’ αυτό είναι γεγονός αδιαπραγμάτευτο.

Πόλα Ρούπα, Νίκος Μαζιώτης, Κώστας Γουρνάς