Τελευταία Κυριακή της Αποκριάς σήμερα, προσέξτε όμως καλά τι θα ντυθείτε. Μια αθώα κουκούλα μπορεί να σας οδηγήσει στο εδώλιο. Αν όχι (ακόμη) ως επικίνδυνο για τη δημόσια τάξη, τότε ίσως για “αντιποίηση αρχής”.
Ενα φάντασμα πλανιέται τον τελευταίο καιρό πάνω από τις μαζικές κινητοποιήσεις στη χώρα μας: το φάντασμα των κουκουλοφόρων.
Κάτι η εμπειρία του περασμένου Δεκέμβρη (και του δυναμικού φοιτητικού κινήματος του 2006-07), κάτι η οικονομική κρίση κι η επιδιωκόμενη αξιοποίησή της προς όφελος της «επιχειρηματικότητας» σε βάρος της μισθωτής εργασίας, το φόβητρο των ανεξέλεγκτων ορδών που απειλούν την ηρεμία των πολιτών επισείεται όλο και περισσότερο από διάφορες πλευρές.
Από κοντά κι οι προσπάθειες για τη σκλήρυνση της υφιστάμενης νομοθεσίας, με τη μετατροπή της «κουκουλοφορίας» σε ιδιώνυμο αδίκημα.
Η αρχική ιδέα ανήκε -σε ποιόν άλλο;- στον Γιώργο Καρατζαφέρη. «Εμείς έχουμε συγκεκριμένες θέσεις», ανακοίνωσε στη Βουλή κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού (21.12.08). «Πρώτον, ιδιώνυμον αδίκημα η κουκούλα. Οποιος φοράει κουκούλα, κατευθείαν από το αυτί στον εισαγγελέα. Ανεξαρτήτως γιατί τη φοράει». Για τη διασφάλιση της πάση θυσία πάταξης των ασχημονούντων, η ίδια πρόταση προβλέπει ότι «πρέπει να υπάρχουν ειδικής μορφής δικαστήρια που να δικάζουν τους ‘κουκουλοφόρους’» – επιστροφή, μ’ άλλα λόγια, σε μια μορφή έκτακτων στρατοδικείων. Ο πρόεδρος του ΛΑ.Ο.Σ. ήταν άλλωστε σαφέστατος όσον αφορά το σκεπτικό που υπαγόρευσε την εισήγησή του: «Είμαστε εδώ οι ‘πολιτικοί ταγοί’ του τόπου και δεν θα οδηγούμεθα από τα γεγονότα του πεζοδρομίου».
Αυτά, στο Κοινοβούλιο. Γιατί τη νομική επεξεργασία της ίδιας εισήγησης σε συγκεκριμένη διάταξη την ανέλαβε ένας άνθρωπος πολύ διαφορετικός απ’ τον Καρατζαφέρη: η ομότιμη καθηγήτρια του Παντείου Αλίκη Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου!
Το σχέδιο νόμου που εισηγήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου στον πρόεδρο της Βουλής και στην κυβέρνηση προβλέπει τη θέσπιση ενός νέου άρθρου του Ποινικού Κώδικα (189Α), βάσει του οποίου «όποιος μετέχει ή εμφανίζεται σε δημόσια συνάθροιση με καλυμμένο το πρόσωπο ή διαμορφωμένο κατά τρόπο που να μη διακρίνονται τα χαρακτηριστικά του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δυο μηνών μέχρι ενός έτους», μη εξαγοράσιμη.
Η εισηγητική έκθεση που συνοδεύει την πρόταση δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία για το σκεπτικό του διαβήματος: «Οι κουκουλοφόροι πληθύνονται και οργανώνονται επικίνδυνα», οπότε «το κράτος οφείλει να εξασφαλίσει επειγόντως την ασφάλεια των πολιτών». Η μη εξαγορά των ποινών επιβάλλεται λόγω της «πιθανολογούμενης» (!) ύπαρξης «κοινής χρηματικής πηγής» πίσω από την «οργάνωση ομάδων κουκουλοφόρων», η οποία (υποτίθεται ότι) «καθιστά λιγότερο επώδυνη ή και ανώδυνη τη χρηματική ποινή για το κάθε μέλος της οργάνωσης»…
Δεν λείπει, τέλος, η επίκληση του εξωτερικού εχθρού: «Επιπροσθέτως εθνικοί λόγοι συντρέχουν για την επείγουσα ανάσχεση του φαινομένου διότι τα από τους ‘κουκουλοφόρους’ δημιουργούμενα έκτροπα χρησιμοποιούνται από τους εχθρούς της χώρας μας ως επιχειρήματα αποδεικτικά της ύπαρξης τρομοκρατίας στην Ελλάδα ή για απόσπαση της προσοχής των πολιτών από σοβαρότατα εθνικά θέματα». Η προληπτική πάταξη των «ταραξιών» συνιστά, μ’ άλλα λόγια, την αναγκαία προϋπόθεση για την υποβολή της νέας γενιάς στην απαραίτητη Εθνική Ηθική Διαπαιδαγώγηση – από τα ΜΜΕ και τους εθνικά ευαίσθητους διανοούμενους, υποθέτουμε, κι όχι απευθείας από το λοχία όπως τον παλιό καλό καιρό.
Ο “εσωτερικός εχθρός”
Ας σοβαρευτούμε. Η όλη φιλολογία περί «κουκουλοφόρων» στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια αφαιρετική -και σε μεγάλο βαθμό αυθαίρετη- ιδεολογική κατασκευή, με την οποία διάφοροι παράγοντες της δημόσιας ζωής (από τα ΜΜΕ ώς τους πολιτικούς) επιχειρούν να οικοδομήσουν την εικόνα (και να ποινικοποιήσουν τις πρακτικές) του αναδυόμενου «εσωτερικού εχθρού».
Στα πρώτα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση, αυτός ο εχθρός είχε τη μορφή των «αριστεροχουντικών», των «άκρων» που (υποτίθεται ότι) συντόνιζαν τη δράση τους σε βάρος της νεοσύστατης δημοκρατίας. Τους διαδέχθηκαν ως φόβητρο οι «εξτρεμιστές», οι «αναρχικοί» (η ιδεολογία των οποίων παραλίγο να ποινικοποιηθεί ως ιδιώνυμο αδίκημα με το νομοσχέδιο Μαγκάκη το 1983), οι «πανκς», οι «γνωστοί-άγνωστοι».
Ηδη σε κρίση νομιμοποίησης τα τελευταία χρόνια, καθώς οι δυναμικές μαζικές αντιστάσεις στη νεοφιλελεύθερη πολιτική όλο και διογκώνονταν, αυτός ο τελευταίος όρος τέθηκε σε πλήρη αχρηστία με το νεανικό ξέσπασμα του Δεκέμβρη. Πώς μπορούν να θεωρηθούν «γνωστοί-άγνωστοι» τόσες χιλιάδες άνθρωποι, πολλοί απ’ τους οποίους κατέβηκαν για πρώτη φορά στους δρόμους; Η ανάγκη μιας νέας ορολογίας κατέστη ως εκ τούτου επιτακτική.
Η παρουσία ανθρώπων με καλυμμένα πρόσωπα στις διαδηλώσεις είναι, φυσικά, αναντίρρητο γεγονός. Η συλλογική υπαγωγή τους στη νομική κατασκευή των «κουκουλοφόρων» μπάζει ωστόσο σε δυο σημεία. Πρώτον, στο αυθαίρετο πακετάρισμα μιας πλειάδας εντελώς διαφορετικών πρακτικών σε μια ενιαία (ποινική) κατηγορία. Και δεύτερον, στην αυθαίρετη σύνδεση της «κουκουλοφορίας» με όλη τη γκάμα των βιαιοτήτων που διαπράττονται εν ώρα οδομαχιών. Η πραγματικότητα, για όσους την έχουν ζήσει στο πεζοδρόμιο κι όχι μέσω των τηλεοπτικών «ζωντανών συνδέσεων», είναι πολύ διαφορετική.
Οι διαδηλωτές που σκεπάζουν τα πρόσωπά τους, το κάνουν για τρεις κυρίως λόγους (εναλλακτικά ή και σωρευτικά): για ν’ αποφύγουν την καταγραφή της ταυτότητάς τους από τις κάμερες των ΜΜΕ και της ΕΛΑΣ, για να προστατευθούν από τα χημικά και, ενδεχομένως, για να τραβήξουν την προσοχή των ΜΜΕ, μετατρέποντας αυτή τους την αμφίεση σε πολιτικό μήνυμα αντίστασης.
Τίποτα από τα τρία δεν συνιστά αδίκημα. Πρόκειται, αντίθετα, είτε για απολύτως νόμιμα μέτρα αυτοπροστασίας (από το χημικό πόλεμο της ΕΛΑΣ και τα αδιάκριτα βλέμματα – ας μην ξεχνάμε ότι στους δυνητικούς θεατές μιας διαδήλωσης περιλαμβάνονται δυσφορούντες γονείς, αντιφρονούντες εργοδότες ή προϊστάμενοι και, φυσικά, οι υπηρεσίες ασφαλείας) είτε για καθόλα θεμιτή επιδίωξη προβολής και μετάδοσης του επιθυμητού επικοινωνιακού μηνύματος.
Οσοι παρακολούθησαν από κοντά τις συγκρούσεις του Δεκέμβρη παρατήρησαν άλλωστε ότι στις επιθέσεις κατά των αστυνομικών πρωταγωνιστούσαν συχνά όχι «κουκουλοφόροι» αλλά νέοι με ακάλυπτα πρόσωπα. Εξ ιδίας πείρας, μπορούμε να βεβαιώσουμε πως το ίδιο ακριβώς συνέβαινε και παλιότερα. Συχνά, μάλιστα, η κάλυψη του προσώπου των «ταραξιών» γινόταν με προτροπή των οπαρατέρ και των φωτορεπόρτερ, που δεν ήθελαν η εκ μέρους τους καταγραφή των επεισοδίων να ισοδυναμεί με χαφιεδισμό των μικρών και μεγάλων πρωταγωνιστών τους.
Εξίσου παραπλανητικό είναι και το «τεχνικό» σκέλος της υπόθεσης. Οπως διαπιστώνουμε από το «νομοσχέδιο» της κυρίας Μαραγκοπούλου, στην κατηγορία της «κουκούλας» μπορούν να τσουβαλιαστούν τα πιο ετερόκλητα μέσα ένδυσης ή αυτοπροστασίας που συναντάμε συνήθως στις διαδηλώσεις: νεανικά φουτεράκια της μόδας με κουκούλα, κασκόλ, χάρτινες υγειονομικές μάσκες, επαγγελματικές μάσκες μπογιατζήδων, γυαλιά οξυγονοκολλητή, κράνη μοτοσικλέτας, αναποδογυρισμένες πλαστικές σακούλες, απλές μπλούζες ή φανέλες τυλιγμένες γύρω απ’ το πρόσωπο, κουκούλες του σκι ή της αποκριάς, καθώς και ποικίλοι συνδυασμοί όλων των παραπάνω.
Τα νομικά αδιέξοδα που συνεπάγεται αυτή η ποικιλομορφία είναι κάτι παραπάνω από προφανή. Ποιό δικαστήριο θα μπορούσε π.χ. να καταδικάσει κάποιον πιτσιρικά επειδή φορούσε κασκόλ ή επειδή το μπουφάν του διαθέτει κουκούλα; Κι από πού κι ως πού η μάσκα αυτοπροστασίας από τα επικίνδυνα χημικά, που η ΕΛΑΣ σκορπά αφειδώς επί δικαίων και αδίκων, μπορεί να συνιστά ποινικό αδίκημα, όταν τη φορά ένας πολίτης που ασκεί απλώς το νόμιμο δικαίωμά του να διαδηλώνει χωρίς να καταλήξει υποχρεωτικά στον πνευμονολόγο;
Το μόνο σίγουρο είναι πως ενδεχόμενη ποινικοποίηση της «κουκουλοφορίας» θα λύσει απλώς ακόμη περισσότερο τα χέρια των αστυνομικών, πολλαπλασιάζοντας τις αυθαίρετες συλλήψεις και σέρνοντας στο εδώλιο κάθε «ενδυματολογικά ύποπτο» διαδηλωτή.
Τα διεθνή παραδείγματα
Αυτά όσον αφορά το νομικό σκέλος του ζητήματος. Γιατί το επικοινωνιακό μπαράζ των τελευταίων μηνών έχει και την «ιστοριογραφική» πτυχή του. Οι κοινωνικοί αγώνες του παρελθόντος, ακούμε διαρκώς, διεξάγονταν πάντα με ακάλυπτα πρόσωπα. Κουκουλοφόροι έδρασαν μόνο στα χρόνια της Κατοχής, ως καταδότες των πατριωτών στα γερμανικά μπλόκα.
Ο προπαγανδιστικός μηχανισμός του ΚΚΕ δεν δίστασε μάλιστα ν’ ανακαλύψει (ή να επινοήσει) και μια «ρήση» του Τσε Γκεβάρα, σύμφωνα με την οποία «οι πραγματικοί επαναστάτες δεν θα έπρεπε να κυκλοφορούν με κουκούλες, γιατί τον καιρό της επανάστασης ο λαός θα πρέπει να γνωρίζει στα πρόσωπα των επαναστατών την πρωτοπορία του». Οσο κι αν ψάξαμε πάντως στα άπαντα του θρυλικού κομαντάντε (που, ειρήσθω εν παρόδω, διέπρεπε ο ίδιος στις μεταμφιέσεις…), στάθηκε αδύνατο να εντοπίσουμε τέτοιο τσιτάτο.
Για να διαπιστώσουν τη σχέση της κουκούλας με την επανάσταση, οι σημερινοί κομμουνιστές δεν χρειάζεται άλλωστε να πάνε τόσες δεκαετίες πίσω. Ούτε να επηρεαστούν από τους (προφανώς «οπορτουνιστές») μεξικανούς Ζαπατίστας, που έχουν αναγάγει την κουκούλα σε σύμβολο της πολιτικής τους ταυτότητας και παρέμβασης, τονίζοντας ότι «έκρυψαν τα πρόσωπά τους, για να μπορέσουν να γίνουν ορατοί» απ’ όσους αγνοούσαν την ύπαρξη και τα προβλήματά τους.
Αρκεί μια ματιά στην ενημερωτική ιστοσελίδα «Δίκτυο Αντίσταση» (Red Resistencia) του Κ.Κ. Κολομβίας, καθοδηγητή του υπερπεντηκονταετοούς πλέον αντάρτικου των FARC. Mια ολόκληρη δέσμη αναλύσεων για το φοιτητικό κίνημα της χώρας τιτλοφορείται εκεί «Η κουκούλα των φοιτητών». Πρόσφατο μάλιστα άρθρο του Ειδησεογραφικού Πρακτορείου Νέα Κολομβία (11.9.2008) δε διστάζει να διακηρύξει, ήδη από τον τίτλο του: «Ζήτω οι φοιτητές / φοιτήτριες! Ζήτω η κουκούλα!» (Que vivan los /las estudiantes! Que viva la capucha !)
Η κουκούλα εν Ελλάδι
Ας επιστρέψουμε, όμως, στα καθ’ ημάς. Αντίθετα από την τρέχουσα παραφιλολογία περί «ακάλυπτων προσώπων», ως της διαχρονικά δέουσας μορφής αγώνα, στην πραγματικότητα η εμφάνιση των διαδηλώτών να καλύπτουν τα πρόσωπά τους συμβαδίζει χρονικά με τις αντίστοιχες προσπάθειες των μηχανισμών καταστολής για φωτογραφική καταγραφή τους.
Η πρώτη λακωνική αναφορά που συναντάμε σε υπηρεσιακό εγχειρίδιο, για «λήψιν φωτογραφιών, ιδία των τμημάτων της συγκεντρώσεως εις τα οποία λαμβάνουν χώραν πράξεις ιδιαζούσης σημασίας», χρονολογείται μόλις το 1955 (Αθ. Τασιόπουλος, «Αστυνομία Τάξεως», σ.395). Το 1962 δίνονται οδηγίες «όπως την αστυνομικήν δύναμιν ακολουθή είς αστυνομικός φωτογράφος, προς λήψιν φωτογραφιών επιτιθεμένων κατά των αστυνομικών μελών του όχλου» (Θ. Συρογιάννης, «Θέματα Ασφαλείας», σ.100). Το 1966 προβλέπεται η προληπτική τοποθέτηση φωτογράφων της αστυνομίας «εις δεσπόζοντα σημεία της συναθροίσεως (εξώστας, στέγας, παράθυρα)» κι η κινηματογράφηση των επεισοδίων (Ηλ. Ψυχογιός, «Συναθροίσεις και οχλοκρατικαί εκδηλώσεις», σ.24-26), ενώ το 1969 προστίθενται και οδηγίες για τη χρήση τηλεφακών, ώστε οι «λίαν δραστήριοι» διαδηλωτές να φακελώνονται «άνευ ουδενός κινδύνου» για τα όργανα (Ηλ. Ψυχογιός, «Οχλοκρατικαί εκδηλώσεις», σ.26-7).
Για την αξιοποίηση των φωτογραφιών -ακόμη κι αυτών που δημοσιεύονταν στις εφημερίδες- κατά τις ανακρίσεις στην ασφάλεια, μια πρώτη ιδέα μας δίνουν τα απομνημονεύματα του εκλιπόντος Τάσου Δαρβέρη («Μια Ιστορία της νύχτας», Θεσ/νίκη 1983, σ.35-6).
Καθόλου περίεργο, λοιπόν, που ήδη από τα Ιουλιανά, διαδηλωτές αρχίζουν να καλύπτουν τα πρόσωπά τους για να προστατευτούν όχι μόνο από τα δακρυγόνα αλλά και από την ανεπιθύμητη ταυτοποίησή τους.
«Ο θάνατος του Σωτήρη [Πέτρουλα] έδειξε ότι η επαναστατική πρωτοπορία κινδύνευε πλέον σοβαρά από την αστυνομία, αλλά και από την κομματική ηγεσία της ΕΔΑ», διαβάζουμε χαρακτηριστικά στα απομνημονεύματα ενός παλαίμαχου αγωνιστή. «Οι σκέψεις αυτές ήταν που οδήγησαν τους επαναστάτες να σκεπάζουν το πρόσωπό τους με μαντήλια. Ο μηχανισμός της ΕΔΑ σκύλιαζε στη θέα αυτών των νέων με τα μαντήλια στα πρόσωπα. Τους αποκαλούσε κουκουλοφόρους, θέλοντας να τους παρομοιάσει με τους κουκουλοφόρους προδότες της κατοχής. Ωστόσο, παρά τις συκοφαντίες αυτές, τα πρόσωπα με τα μαντήλια γίνονταν διαρκώς περισσότερα» (Στέργιος Κατσαρός, «Εγώ ο προβοκάτορας, ο τρομοκράτης», σ.47).
Αλλά και στο Πολυτεχνείο του 1973, εκτός από τα μαντήλια στα πρόσωπα διαδηλωτών τη ματωμένη νύχτα της 16ης Νοεμβρίου, συναντάμε επίσης απαγόρευση φωτογράφισης των μελών της Συντονιστικής κατά τη συνέντευξη Τύπου που δόθηκε το απόγευμα της ίδιας μέρας, καθώς και προσπάθεια εξουδετέρωσης των κινηματογραφικών μηχανών που επισημάνθηκαν σε γειτονικά κτίρια:
«Οι φοιτητές του Πολυτεχνείου εγκαθιστούν μεγάλα κάτοπτρα με τα οποία δημιουργούν αντανακλάσεις στις κάμερες και τους φακούς ορισμένων συνεργείων των μυστικών υπηρεσιών της χούντας που έχουν στηθεί στα απέναντι από το Πολυτεχνείο κτίρια και προσπαθούν να φωτογραφήσουν πρόσωπα και πράγματα» (Μηνάς Παπάζογλου, «Φοιτητικό κίνημα και δικτατορία», Αθήνα 1975, σ.133). Δυο από τα «ύποπτα» συνεργεία που δέχτηκαν τις αντανακλάσεις ανήκαν, πάντως, σε συνοδοιπόρους των εξεγερμένων: την ομάδα ΚΙΝΟ (Κώστας Ζυρίνης, Λάμπρος Παπαδημητράκης) και το δημιουργό των «Μαρτυριών», Νίκο Καβουκίδη.
Μεταπολιτευτικά, η κυβέρνηση Καραμανλή θα χρησιμοποιήσει επανειλημμένα τις φωτογραφίες «ταραχοποιών» που δημοσιεύθηκαν στον Τύπο για να στηρίξει συλλήψεις και δικαστικές διώξεις.
Το πιο χτυπητό παράδειγμα αφορά έναν 30χρόνο ναυτικό, φωτογραφίες από τη συμμετοχή του οποίου στις συγκρούσεις των οικοδόμων με τα ΜΑΤ (23 Ιουλίου 1975) δημοσιεύθηκαν σαν «ντοκουμέντο» στην πρώτη σελίδα των «Νέων» της επομένης. Τρεις μέρες μετά, ο δακτυλοδεικτούμενος «άνθρωπος με το καρώ πουκάμισο» συνελήφθη κι οδηγήθηκε στην Ασφάλεια για τα περαιτέρω, ενώ η εφημερίδα πανηγύρισε πρωτοσέλιδα για την «επιτυχία» της.
Αυτού του είδους οι «αναγνωρίσεις» δεν υπήρξαν βέβαια πάντοτε πετυχημένες. Βάσει μιας παρόμοιας φωτογραφίας, ένας άσχετος ηχολήπτης διώχθηκε π.χ. για συμμετοχή στις συγκρούσεις διαδηλωτών με τα ΜΑΤ κατά το ματωμένο «Πολυτεχνείο» του 1980. Στην πραγματικότητα, ο εικονιζόμενος διαδηλωτής ήταν ένας γνωστός ακτιβιστής της ριζοσπαστικής Αριστεράς («Ε» 26.1.85).
Για να διευκολύνει αυτή την πρακτική, το «ιδιώνυμο» του Καραμανλή του πρεσβύτερου θα ποινικοποιήσει το 1976, ως ιδιαίτερα επιβαρυντική περίπτωση, την «αντίσταση κατά της αρχής» από άτομα με «κεκαλυμμένα ή ηλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά αυτών» (Ν. 410/76).
Ενα χρόνο αργότερα, η πρώτη οργανωμένη εμφάνιση κουκουλοφόρων, σε πρωτομαγιάτικη διαδήλωση 100 περίπου αναρχικών, θα προκαλέσει κραυγές αποτροπιασμού του αθηναϊκού Τύπου και συσχετισμούς των διαδηλωτών με την …Κου Κλουξ Κλαν. «Κανείς δεν θέλησε να σκεφτεί», σημείωνε τότε χαρακτηριστικά ο Γιώργος Βότσης, «ότι οι ‘κουκουλοφόροι’ βεβαίως ήταν αναρχικοί που -όπως γίνεται στις δυναμικές διαδηλώσεις σε όλη την Ευρώπη- κάλυψαν με μαντήλια και κουκούλες τα πρόσωπά τους για να μην αναγνωρίζονται και για να μη φτάσουν στο εδώλιο και καταδικαστούν μόνο από τις φωτογραφίες– όπως πρόσφατα έγινε με τους αντιαμερικανούς διαδηλωτές της Ρόδου» («Κ.Ε.» 7.5.77).
Ακόμη μικρότερη ανοχή θα επιδειχθεί απέναντι στο κίνημα των φαντάρων, μετά την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981. Αντιγράφοντας τους δυτικοευρωπαίους συναδέλφους τους, τα μέλη των (παράνομων) «Επιτροπών Στρατιωτών, Ναυτών και Σμηνιτών» θα εμφανιστούν σε συνεντεύξεις Τύπου και στις πορείες του Πολυτεχνείου (1982-1984) φορώντας κουκούλες. Μια μερίδα του Τύπου θα πρακτορολογήσει ασύστολα, αρνούμενη ότι πρόκειται όντως για έλληνες φαντάρους που διεκδικούν, απλώς, το σεβασμό των στοιχειωδών δικαιωμάτων τους. Η ταυτότητα των «κουκουλοφόρων» (ανάμεσά τους σημερινοί δημοσιογράφοι, δικηγόροι κλπ) ήταν φυσικά γνωστή στους συναγωνιστές τους, εντός κι εκτός στρατώνα, δεν υπήρχε όμως κανένας λόγος να γνωστοποιηθεί και στους αξιωματικούς τους!
Δικαιολογημένες απέναντι σε επαγγελματίες φωτορεπόρτερ κι αστυνομικούς σκαρφαλωμένους σε ταράτσες, αυτές οι προφυλάξεις καθίστανται ακόμη πιο εύλογες στη σημερινή πραγματικότητα της γενικευμένης ηλεκτρονικής παρακολούθησης. Δεν είναι μόνο οι κάμερες «ρύθμισης της κυκλοφορίας», που μπορούν πλέον να καταγράφουν επίσημα τους διαδηλωτές «εφόσον επίκειται [sic] σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια» (άρθρο 8 του Ν. 3625/2007). Υπάρχουν και τα χιλιάδες ιδιωτικά βίντεο και -προπαντός- κινητά, που τίποτα δεν εμποδίζει να σε βγάλουν κάποια στιγμή φάτσα κάρτα στο Youtube (ή όπου αλλού).
Δεν είναι όμως μόνο λόγοι αυτοπροστασίας αυτοί που ωθούν πολλούς διαδηλωτές να καλύψουν τα πρόσωπά τους. Η ίδια η αμείλικτη λογική των ηλεκτρονικών ΜΜΕ επιβάλλει συχνά το επαναστατικό μασκάρεμα (με ή χωρίς «συμβολικές» συγκρούσεις), προκειμένου το μήνυμα της πολιτικής ανυπακοής να μπορέσει να φτάσει στους δυνητικούς του παραλήπτες. Οπως ακριβώς οι μακρινοί Ζαπατίστας, έτσι και οι εγχώριοι «κουκουλοφόροι» χρειάζεται συχνά να καλύψουν τα πρόσωπά τους για να μπορέσουν οι άλλοι να τους δουν.
Οι «νόμιμοι» κουκουλοφόροι
Μια από τις εντυπωσιακότερες «ανακαλύψεις» των ηλεκτρονικών ΜΜΕ τον περασμένο Δεκέμβρη αφορούσε την παρουσία και τη δράση κουκουλοφόρων αστυνομικών στο πλευρό των ΜΑΤ. Από την εκπομπή του Λάκη Λαζόπουλου (16.12.08) μέχρι διάφορα πρωινάδικα, οι πάντες εξέφρασαν την έκπληξή τους για το φαινόμενο. Κι όμως, κάθε άλλο παρά πρόκειται για καινοτομία στις κατασταλτικές πρακτικές της ΕΛΑΣ.
Κατ’ αρχάς, η κουκούλα αποτελεί μέρος της επίσημης στολής των ειδικών «αντιτρομοκρατικών» μονάδων όλων των αστυνομιών του Πρώτου Κόσμου, από τη βρετανική SAS ή τη γερμανική GSG-9 μέχρι τη «δική μας» ΕΚΑΜ. Στις παραμονές της Ολυμπιάδας του 2004, ελάχιστα ήταν άλλωστε τα έντυπα που δεν φιλοξένησαν ενθουσιώδη φωτορεπορτάζ με θέμα τις επιδόσεις των κουκουλοφόρων αυτών ράμπο. Οι δυνητικοί στόχοι των τελευταίων δεν περιορίζονταν, βέβαια, σε αεροπειρατές και μέλη της αλ-Κάιντα. Εδώ κι αρκετά χρόνια, στις 28 Ιανουαρίου 1992 και τις 20 Φεβρουαρίου 1996, τα αθηναϊκά κανάλια είχαν παρουσιάσει με κάθε λεπτομέρεια τις επιδρομές πάνοπλων εκαμιτών σε τσιγγάνικους καταυλισμούς της Αττικής. Και στις δυο περιπτώσεις, οι ένστολοι που κατατρομοκράτησαν τους ανυπεράσπιστους πολίτες φορούσαν μαύρες κουκούλες.
Στο κέντρο της Αθήνας, η παρουσία κουκουλοφόρων αστυνομικών δίπλα στις διμοιρίες των ΜΑΤ χρονολογείται κι αυτή από τις παραμονές της Ολυμπιάδας. Προσωπικά, τους είδαμε για πρώτη φορά πίσω από τα ΜΑΤ κατά την πορεία του Πολυτεχνείου το 2003. Κατά το Πολυτεχνείο δε του 2006 έγιναν πανελληνίως γνωστοί, χάρη στα τηλεοπτικά πλάνα της κακοποίησης του κύπριου φοιτητή που (κατά την επίσημη εκδοχή) «έπεσε πάνω στη ζαρντινιέρα».
Παρά την ηθελημένη ενδυματολογική ομοιότητα με τους διαδηλωτές, η επαγγελματική ιδιότητα των κουκουλοφόρων της ΕΛΑΣ είναι πάντως ορατή δια γυμνού (και στοιχειωδώς εξασκημένου) οφθαλμού, κάτω από κανονικές τουλάχιστον συνθήκες. Εξ ού και θύματά τους πέφτουν κατά κανόνα άσχετοι περαστικοί. Οι έμπειροι διαδηλωτές, αντίθετα, τους «κόβουν» από μακριά – ακόμη κι όταν τα ακουστικά του υπηρεσιακού γουόκι τόκι δεν ξεχωρίζουν κάτω από την κουκούλα ή το κασκόλ.
Η περιορισμένη αυτή αποτελεσματικότητα δεν καθιστά βέβαια τη δράση των κουκουλοφόρων αστυνομικών λιγότερο επικίνδυνη για τις δημοκρατικές ελευθερίες. Σε χαώδεις ιδίως στιγμές, τα περιθώρια δράσης τους είναι κυριολεκτικά απεριόριστα. Το κυριότερο πρόβλημα αποτελεί ωστόσο η κατοχυρωμένη ασυλία τους απέναντι σε οποιοδήποτε δημόσιο έλεγχο. Παλιότερα, τα παρεκτρεπόμενα «όργανα» απέφευγαν την «ταυτοποίησή» τους απ’ τους θιγόμενους πολίτες σκεπάζοντας ή αφαιρώντας τα διακριτικά τους – διαδικασία που διευκολύνθηκε αφάνταστα από τη σμίκρυνση αυτών των διακριτικών στις στολές της ΕΛΑΣ το 1984 κι από την πλήρη απάλειψή τους στις χακί στολές των ΜΑΤ το 1995. Τα πράγματα ήταν ανέκαθεν ευκολότερα για τους αστυνομικούς με πολιτικά, από τους παραδοσιακούς ασφαλίτες ώς τις Μονάδες Ειδικών Αποστολών (ΜΕΑ) της πρώτης πασοκικής οκταετίας. Η κουκούλα, ωστόσο, εξασφαλίζει την απόλυτη προστασία του οργάνου απέναντι στο νόμο: ακόμη κι αν οι πράξεις του φωτογραφηθούν ή κινηματογραφηθούν, μόνο η υπηρεσία του γνωρίζει ενδεχομένως ποιός είναι.
Απομένει ο κίνδυνος «εργατικού ατυχήματος». Στο μακρινό Πολυτεχνείο του 1986, δεκάδες ασφαλίτες και ΜΕΑτζήδες με πολιτικά είχαν «διασπαρεί» μέσα στο ογκώδες μπλοκ των αναρχικών. Τέσσερις απ’ αυτούς εντοπίστηκαν στη διάρκεια της πορείας, αφοπλίστηκαν κι έφαγαν το ξύλο της αρκούδας. Το εγχείρημα της οργανωμένης μαζικής «διείσδυσης» αυτού του τύπου δεν επαναλείφθηκε, σε παρόμοια τουλάχιστον έκταση.