Λίγα πράγματα που πρέπει να γνωρίζουμε σε περίπτωση προσαγωγής ή επικείμενης σύλληψης.
(Για τις μέρες που έρχονται αλλά και γενικότερα)
Κατ’ αρχήν, καμία προσαγωγή δεν είναι κατ’ ανάγκην σύλληψη.
Σε περίπτωση προσαγωγής μας δεν μπορούν να μας πάρουν αποτυπώματα, δεν μπορούν να μας αφαιρέσουν το κινητό και τα προσωπικά μας αντικείμενα, δεν μπορούν να μας απαγορεύσουν τηλεφωνήματα, δεν μπορούν να μας βάλουν σε κελί κράτησης, παρά μόνο στους «ειδικούς» χώρους αναμονής που έχουν τα Α.Τ. μέχρι να επιβεβαιώσουν τα στοιχεία μας και ότι δεν υπάρχει καμία δικαστική εκκρεμότητας (π.χ. καταδίκη).
Αυτή η διαδικασία συνήθως δεν διαρκεί πολύ, αλλά για λόγους τακτικής και σπασίματος νεύρων την καθυστερούν. Καλό είναι να έχουμε ταυτότητα μαζί, ώστε να αποφύγουμε αν είναι δυνατόν την προσαγωγή λόγω απουσίας της (αν και συνήθως δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν η ύπαρξη της ταυτότητας). Αν οι προσαχθέντες είναι ανήλικοι δεν μπορούν οι μπάτσοι να τους αναγκάσουν να βγάλουν τα ρούχα τους για έλεγχο. Αλλά και γενικότερα, θα πρέπει να υπάρχει άρνηση σ’ αυτό το «μέτρο έρευνας».
Αν μας σταματήσουν ασφαλίτες, τότε είναι υποχρεωμένοι να δείξουν την ταυτότητά τους πριν ζητήσουν τη δική μας. (Σημείωση: Όσες φορές δείχνουν ταυτότητα φροντίζουν να καλύπτουν με το δάκτυλο του χεριού τους το όνομά τους. Αν η «επίδειξη» είναι γρήγορη ζητάμε να επαναλάβουν την κίνηση για να βεβαιωθούμε πως έχουμε να κάνουμε με μπάτσους σε πολιτική περιβολή).
Σε περίπτωση «σύλληψης» και άμεσης προσαγωγής μας στις αστυνομικές διευθύνσεις (π.χ. ΓΑΔΑ) ή στα Α.Τ., ισχύουν τα ίδια: δεν δίνουμε αποτυπώματα, δεν υπογράφουμε κανένα έντυπο, κανένα χαρτί, δεν δίνουμε καταθέσεις και πολύ περισσότερο δεν τις υπογράφουμε.
Κατηγορίες δεν απαγγέλλονται από τους μπάτσους παρά μόνο από τους δικαστικούς, συνεπώς όσο και να διαρκεί η κράτηση μας στις αστυνομικές διευθύνσεις ή στα αστυνομικά τμήματα, αν δεν φτάσουμε στον εισαγγελέα είμαστε εν δυνάμει κατηγορούμενοι και ότι και να λένε οι μπάτσοι προκειμένου να μας αποσπάσουν καταθέσεις και υπογραφές δεν είναι σίγουρη η κράτηση μας, ούτε η απόδοση κατηγοριών.
Πολλές φορές επίσης αντίθετα με τα όσα ισχυρίζονται δεν είναι σε θέση να στηρίξουν κάποια κατηγορία και απλά υπερβάλλουν για να μας φοβίσουν και να παρατείνουν την απλή προσαγωγή για τον έλεγχο των στοιχείων μας. Είναι ένας τρόπος που τον χρησιμοποιούν ενάντια σε νέους ανθρώπους για να καταστείλουν και να τους φοβίσουν, ώστε να τους αποτρέψουν από μελλοντική συμμετοχή τους στον δρόμο.
Συνήθης τακτική στη ΓΑΔΑ, αλλά και στα Αστυνομικά Τμήματα είναι οι ρόλοι των οργάνων της τάξης και το ξεμονάχιασμα, π.χ. ο ένας μπάτσος θα μας προσεγγίσει με πατρικό ύφος, «πέστα τώρα, να ξεμπερδεύεις, είσαι καλό παιδί να μη μπλέξεις», ενώ ο άλλος θα μας αγριέψει «πέστα ρε, γιατί τα είπαν για σένα οι φίλοι σου και σε δώσανε».
Όσο κρατούμαστε παραμένουμε σιωπηλοί και αν κάποιοι είναι ανήλικοι θα πρέπει να απαιτήσουν την παρουσία των γονιών τους. Ειδικά για τους ανήλικους δεν μπορούν οι μπάτσοι να προβούν σε κανενός είδους ενέργεια, αν δεν υπάρχει παρουσία κηδεμόνα. Δεν απαντάμε σε καμιά περίπτωση και το κυριότερο δεν υπογράφουμε.
Για να υπογράψουμε συνήθως χρησιμοποιούν τις ίδιες μεθόδους πειθούς, του «καλού» και του «κακού». Αν τελικά κρατηθούμε για να περάσουμε από εισαγγελέα, αρνούμαστε να καταθέσουμε στους μπάτσους και περιμένουμε να περάσουμε από τον εισαγγελέα με την παρουσία δικηγόρου της εμπιστοσύνης μας.
Ακόμα και αν μας απαγγελθούν κατηγορίες μπορούμε να αρνηθούμε να δώσουμε αποτυπώματα. Συνήθως όποιες κατηγορίες κι αν μας φορτώσουν είτε είναι πλημμεληματικού, είτε κακουργηματικού χαρακτήρα, η άρνηση για αποτυπώματα και DNA, είναι απλή απείθεια και δεν επισύρει βαριές ποινές (απειλείται η ποινή ενός μήνα μόνο). Στη περίπτωση της απλής προσαγωγής είναι παράβαση από τους μπάτσους η λήψη αποτυπωμάτων και οφείλουμε να μην δώσουμε αποτυπώματα ή DNA.
Καλό είναι επίσης σε περίπτωση ομαδικών συλλήψεων, όπως π.χ. σε μια πορεία, να μην διαχωρίσουμε τη θέση μας από τους συγκατηγορούμενους μας, όσο και να πιεστούμε, πολλές φορές ο διαχωρισμός μιας υπόθεσης, όσο και να επιμένουν γονείς, δικηγόροι, μπάτσοι και δικαστές μπορεί να είναι επιβαρυντικός για ενδεχόμενη δίκη.
Σε περιπτώσεις συλλήψεων και απαγγελίας κατηγοριών κατά τη διάρκεια ή μετά από πορείες, αν και μπορεί να φαίνονται περίπλοκες (οι νομικές καταστάσεις ή οι κατηγορίες) στα αυτιά μας, εν τούτοις, είναι απλές για κάθε δικηγόρο που ασχολείται με το ποινικό δίκαιο. Αυτό σημαίνει ότι επιλέγουμε τον δικηγόρο που νοιώθουμε πιο άνετα μαζί του και εμπιστευόμαστε και όχι όποιον θέλουν να μας πείσουν ότι είναι ο καταλληλότερος.
Ξεκινώντας με δεδομένο ότι η στάση στην ανάκριση είναι σε κάθε περίπτωση μια πολιτική στάση, είναι φανερό ότι ένα τέτοιο κείμενο δεν μπορεί παρά να μπαίνει τόσο στο πολιτικό μέρος αυτής της στάσης, όσο και στο τεχνικό που της αντιστοιχεί.
Αυτό είναι αναπόφευκτο. Ακόμα και ένα απλό κείμενο με “νομικές συμβουλές δεν μπορεί να είναι ουδέτερο. Πίσω του βρίσκεται μια πολιτική αντίληψη που το διαποτίζει. Για να μην πέσουμε λοιπόν στην υποκρισία να σκαρώσουμε δήθεν ένα τυπικό νομικό κείμενο οχυρωμένοι πίσω από την “εξουσία” των ειδικών μας γνώσεων, παρασιωπώντας την πολιτική του ουσία, οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε απ την αρχή. ότι το καθοριστικό στην ανάκριση από πολιτική άποψη είναι η συνεργασία η όχι με τον κατασταλτικό μηχανισμό.
Λυτή δεν είναι απλά μια ιδεολογική στάση απόρριψης αυτού του μηχανισμού του κράτους στην πιο ξεκάθαρη κατασταλτική του λειτουργία, αλλά και του αστικού δίκαιου σαν τέτοιου, που με καθαρά ταξικά κριτήρια ποινικοποιεί μερικές πολιτικές συμπεριφορές και πράξεις και πολλές φορές άμεσα και ιδεολογίες.
Ετσι ο στόχος αυτού του κείμενου δεν είναι το πώς θα αποδείξουν την αθωότητα τους τα εκάστοτε θύματα της κρατικής καταστολής μέσα από μια τεχνικά άψογη στάση, μέσα ‘στην οποία ενδεχόμενα περιλαμβάνονται και οι παραπειστικές απαντήσεις η οι αντιπερισπασμοί, αλλά πως θα έχουν τη μεγαλύτερη δυνατή ευχέρεια κινήσεων μέσα στη δίκη ν’ αποκαλύψουν τις πολιτικές σκοπιμότητες που οδήγησαν στη δίωξη τους και ν αντιστρέψουν τους ορούς μεταξύ κατήγορου και κατηγορουμένου σε μια πολιτική βάση και όχι γιατί σώνει και καλά δεν υπάγονται οι συγκεκριμένες πράξεις στα άρθρα του κατηγορητήριου με ερμηνείες τραβηγμένες απ’ τα μαλλιά η πολύ περισσότερο με εξευτελιστικές δηλώσεις καταδίκης από τον κατηγορούμενο των πράξεων που του αποδίδονται. Σε κάθε περίπτωση κάθε δίκη έχει τις δικές της ιδιόρρυθμες, που πρέπει να σταθμίζονται όσο γίνεται πιο ψύχραιμα, κάτι που δεν μπορεί να γίνει συνήθως στην ανάκριση με τα δεδομένα που υπάρχουν από την πράξη και για το λόγο αυτό η – και τεχνικά – σωστότερη στάση στην ανάκριση είναι η στάση της μη συνεργασίας. Στόχος είναι να μην γίνει καμιά απολύτως κατάθεση ή δήλωση που μπορεί αργότερα να μας μπλέξει σε φαύλους κύκλους ή αντιφάσεις.
Eίναι επίσης χρήσιμο να ξέρει ο καθένας που συλλαμβάνεται και κατηγορείται για κάτι, ότι με κάποια τυχόν λαθεμένη στάση του μπορεί να μπλέξει τους άλλους συγκατηγορούμενους του γι’ αυτό και η υπεράσπιση οφείλει να είναι ενιαία, ή να δημιουργήσει κάποιο κεκτημένο για το μηχανισμό καταστολής, που θα χρησιμοποιήσει για μελλοντικές ανακρίοεις και δίκες.
Τελειώνοντας αυτή την εισαγωγή θα θέλαμε να θυμίσουμε και να τονίσουμε, ότι οποίος πέφτει στα χεριά της αστυνομίας η του ανακριτή, πρέπει να θυμάται πάντα ότι έχει απέναντι του επαγγελματίες, που απ την πείρα τους ξέρουν πολύ καλά να χρησιμοποιούν τον πανικό, το φόβο. την αμηχανία, την κούραση και την αγνοία, αλλά και τις διαφορές κουτοπονηριές που τους σερβίρονται.
Περά από τη γνώση και την πείρα, έχουν και την πρωτοβουλία των κινήσεων. Αυτοί θα κρίνουν ποιους θα παραπέμψουν και γιατί. Κάποιοι άλλοι σαν κι αυτούς θα κρίνουν αν θα δικαστούν οι κατηγορούμενοι, ποτέ και για ποιο λόγο. Φυσικά και δεν είναι αλάνθαστος αυτός ο μηχανισμός, αλλά πολύ σπανία μπορεί να τα αξιοποιήσει μόνος του και απομονωμένος ο κατηγορούμενος και σχεδόν ποτέ αυτοσχεδιάζοντας…
ΔΗΛΩΣΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ – ΠΡΟΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
1) Σύμφωνα με το άρθρο 157 του οργανισμού σώματος Αστυνομίας Πόλεων (Ν. 2458/1953), όποιος αρνείται να δηλώσει την ταυτότητα του ή δηλώνει ψεύτικα στοιχεία, τιμωρείται με φυλάκιση από δέκα μέρες μέχρι 1 χρόνο, βάσει του ίδιου νόμου είμαστε υποχρεωμένοι να δηλώσουμε την ταυτότητα κάποιου άλλου, εφόσον τον γνωρίζουμε και να μην δηλώνουμε ψεύτικα στοιχεία γι αυτόν.
‘Οταν μας ζητηθούν τα στοιχεία μας, είμαστε λοιπόν υποχρεωμένοι να τα δίνουμε.
Αν μας τα ζητήσουν αστυνομικοί με στολή τα δίνουμε ενώ αν φορούν πολιτικά, ζητάμε πρώτα να μας δείξουν την ταυτότητα τους.
Η υποχρέωση μας εξαντλείται στο να δείξουμε την ταυτότητα μας. Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να δώσουμε κανένα άλλο στοιχείο ή πληροφορία.
2. Αρκετές φορές τα αστυνομικά όργανα μετά τον έλεγχο της ταυτότητας μας ζητάνε να τους ακολουθήσουμε στο τμήμα. με το αιτιολογικό της εξακρίβωσης στοιχείων. Από τη στιγμή όμως που τους έχουμε δείξει την ταυτότητα μας, αυτό είναι παράνομο και πρέπει να διαμαρτυρόμαστε.
Αν τυχόν μας πάνε στο τμήμα ξαναδίνουμε τα στοιχείο μας και απαιτούμε να φύγουμε. Αν μας ζητήσουν κατάθεση π.χ. που είμαστε, που πηγαίναμε, τι θέλαμε εκεί, αρνούμαστε κατηγορηματικά να απαντήσουμε, λέγοντας πως παρανομούν, γιατί στο βαθμό που δεν έχουμε πάρει κλήση, δεν είμαστε μάρτυρες αλλά στην πράξη κατηγορούμενοι, που έχουμε συλληφθεί γιατί ούτε ένταλμα υπάρχει, ούτε για αυτόφωρο αδίκημα κατηγορούμαστε οπότε δικαιούμαστε να μην απαντήσουμε και απαιτούμε άμεσα τον δικηγόρο μας.
Α (β) ΑΥΤΟΦΩΡΗ ΣΥΛΛΗΨΗ
1. Μπορεί να συλληφθούμε και να οδηγηθούμε στο αστυνομικό τμήμα κάτω απ’ την δικαιολογία ότι έχει διαπραχτεί κάποιο αυτόφωρο έγκλημα. Οταν η αθωότητα μας είναι φανερή διαμαρτυρόμαστε ΕΝΤΟΝΛ.
Στο τμήμα δίνουμε μόνο τα στοιχεία μας και αρνούμαστε να απαντήσουμε σε άλλες ερωτήσεις … βιογραφικά, κατάσταση κατηγορουμένου κ.λ.π ή να τις υπογράψουμε. Αρνούμαστε να σώσουμε δείγμα γραφικού χαρακτήρα.
Μετά από αυτά. απαιτούμε να μας αφήσουν ελεύθερους. και αν όχι να μας δηλωθεί ότι είμαστε κατηγορούμενοι. Εάν είμαστε κατηγορούμενοι, υπογραφούμε την έκθεση σύλληψης αφού βεβαιωθούμε ότι σ αυτή γράφεται η ακριβείς ώρα σύλληψης.
Κατόπιν απαιτούμε να τηλεφωνήσουμε σε συγγενείς μας και στον δικηγόρο μας. Αρνούμαοτε σταθερά οποιαδήποτε συζήτηση, κατάθεση κλπ, προτού επικοινωνήσουμε με το δικηγόρο μας.
Η αστυνομία συχνά κάνει προανάκριση, και χωρίς εισαγγελική παραγγελία. Το ν’ αρνηθούμε να απαντήσουμε σαν κατηγορούμενοι στην αστυνομική ανάκριση δεν είναι αδίκημα.
Μπορούμε να καταθέσουμε μόνο με τη φράση “αρνούμαι τις κατηγορίες” και να το υπογράψουμε ακόμα και αν δεν παρίσταται ο δικηγόρος μας.
Τέλος αμέσως ή το πολύ σε 24 ώρες πρέπει να οδηγηθούμε στον εισαγγελέα.
Αν τώρα περάσει το 24ωρο και δεν έχουμε πάει στον εισαγγελέα, διαμαρτυρόμαστε έντονα και απαιτούμε σύμφωνα με το Σύνταγμα να μας αφήσουν ελευθέρους. (Σημείωση μόνο στην περίπτωση που ο τόπος σύλληψης δεν ανήκει στην έδρα του εισαγγελέα, μπορεί να παραταθεί το 24ωρο, και πάντα όχι περισσότερο από τον αναγκαίο χρόνο για την μεταφορά του κρατούμενου. Η παραβίαση αυτών των προθεσμιών είναι ποινικό αδίκημα για τους υπεύθυνους αστυνομικούς, οπότε μπορούμε να τους μηνύσουμε.
ΣΤΟΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
Αν μας οδηγήσουν στον εισαγγελέα, πέραν του 24ώρου, διαμαρτυρόμαστε και εδώ έντονα, απαιτούμε να αφεθούμε ελεύθεροι, και με τον δικηγόρο μας υποβάλλουμε ένσταση.
Αν οδηγηθούμε εμπρόθεσμα, ο εισαγγελέας αποφασίζει αν θα ασκήσει δίωξη ή όχι.
Από τη στιγμή που ο εισαγγελέας μας απαγγείλει την κατηγορία, μπορεί:
(α) ή να μας αφήσει ελεύθερους, και να προσδιορίσει ρητή δικάσιμο
(β) ή να μας παραπέμψει στο αυτόφωρο δικαστήριο (άμεσα ή το αργότερο σε 24 ώρες)
(γ) ή να διατάξει συμπλήρωση της προανάκρισης στο αστ. τμήμα (οπότε ζητούμε να αφεθούμε προσωρινά ελεύθεροι)
(δ) ή τέλος αν θεωρήσει ελλιπή τα στοιχεία να μας παραπέμψει στον ανακριτή για κυρία ανάκριση (άμεσα), οπότε λήγει και η συνοπτική διαδικασία του αυτόφωρου.
Τώρα στο ΑΥΤΟΦΩΡΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, μπορούμε να ζητήσουμε τριήμερη αναβολή (το δικαστήριο τη δίνει υποχρεωτικά). Ακόμα το δικαστήριο αποφασίζει για τη συνέχιση ή μη της κράτησης.
Στον ΑΝΑΚΡΙΤΗ πάλι μπορούμε να ζητήσουμε τριήμερη (τουλάχιστον) προθεσμία για να απολογηθούμε (που μας δίνεται υποχρεωτικά). Μέχρι την απολογία μπορεί να αφεθούμε προσωρινά ελεύθεροι. Μετά την απολογία στον ανακριτή, ο ανακριτής πρέπει άμεσα ή το πολύ σε 24 ώρες σε συνεργασία με τον εισαγγελέα είτε να εκδώσει ένταλμα προφυλάκισης στα αδικήματα που ο νόμος το επιτρέπει, είτε να μας αφήσει ελεύθερους (και να παραπέμψει την υπόθεση σε ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ.
Α (γ) ΣΥΛΛΗΨΗ ΜΕ ΕΝΤΑΛΜΑ
Αν δεν συλληφθούμε επ’ αυτοφώρω, μπορεί να συλληφθούμε μόνο με ένταλμα που θα πρέπει να μας επιδοθεί τη στιγμή της σύλληψης.
Το ένταλμα σύλληψης πρέπει να έχει οπωσδήποτε το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση και περιγραφή μας, το έγκλημα για το οποίο κατηγορούμαστε με το άρθρο του, σφραγίδα και υπογραφή από τον ανακριτή και το γραμματέα αλλιώς είναι ΑΚΥΡΟ.
Δε μπορεί να εκδοθεί ένταλμα σύλληψης για εγκλήματα με ελάχιστο όριο ποινής κάτω από τρεις μήνες.
Ισοδύναμο με το ένταλμα σύλληψης είναι και το βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών ή εφετών
(4>Σε ειδικές περιπτώσεις μπορούν να διατάξουν τη σύλληψη και ο πρόεδρος εφετών ο πρόεδρος του δικαστηρίου που δικάζει το δικαστήριο και ο εισαγγελέας στα αυτόφωρα.
Είναι αμφίβολης συνταγματικότητας να μας επιδίδετε το ένταλμα όχι κατά την στιγμή της σύλληψης αλλά μετά την προσαγωγή μας στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα όπως συνήθως γίνετε στην πράξη. (Αρθρο 6 του Συντάγματος).
Αν η σύλληψη γίνει σε εκκλησία την ώρα της λειτουργίας η σε σπίτι την νύχτα χωρίς να το ζητήσει ο ιδιοκτήτης η να τηρηθούν οι διατυπώσεις που προβλέπονται για νυχτερινή ερευνά σε σπίτι, αυτοί που κάνανε τη σύλληψη διώκονται πειθαρχικά.
Προβλέπεται – αλλά χωρίς κυρώσεις – ότι αυτοί που κάνουνε τη σύλληψη, πρέπει να μας φέρονται καλά να μην μας προσβάλουν, να μην μεταχειρίζονται βία και να μη μ<κ δένουν παρά μόνο όταν αντισταθούμε ή μας θεωρούν ύποπτους φυγής. >
Αυτά ισχύουν και για τα αυτόφωρα. Βέβαια το ξύλο, οι βρισιές κλπ συνιστούν αδίκημα για τους αστυνομικούς και πρέπει να μηνύονται.
Όπως και να συλληφθούμε πρέπει χωρίς αναβολή και το αργότερο μέσα σε 24 ώρες να προσαχθούμε στον ανακριτή που είναι αρμόδιος (αρθρ. 6 παρ. 2 Συντ.). Εκεί παίρνουμε τουλάχιστον τριήμερη προθεσμία για απολογία.
Α (δ) ΕΡΕΥΝΑ
Έρευνα μπορεί να γίνει όταν διεξάγεται οποιαδήποτε ανάκριση για πλημμέλημα ή κακούργημα. Επίσης μπορεί να γίνει για να συλληφθεί κάποιος που διαπράττει αυτόφωρο πλημμέλημα (ή κακούργημα).
Ερευνα σε σπίτι.
Η έρευνα στο σπίτι μπορεί να γίνει οποιαδήποτε ώρα της μέρας. Τη ΝΥΧΤΑ αντίθετα επιτρέπεται η έρευνα ΜΟΝΟ αν πρόκειται να συλληφθεί πρόσωπο που διώκεται νόμιμα (με ένταλμα σύλληψης) ή για να συλληφθεί κάποιος μέσα στο σπίτι, που διαπράττει αυτόφωρο πλημμέλημα ή κακούργημα. Νύχτα είναι από τις 8μ.μ.-6π.μ. το χειμώνα (1 Οκτωβρίου – 31 Μαρτίου) και 9μ.μ.-5π.μ. το καλοκαίρι (1 Απριλίου – 30 Σεπτεμβρίου).
ΕΡΕΥΝΑ ΣΕ ΑΛΛΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ
Τη νύχτα μπορεί να γίνει έρευνα, χωρίς ιδιαίτερες προϋποθέσεις και σε χώρους που είναι προσιτοί στον καθένα (π.χ. καφενεία – μπαρ – κινηματογράφους κλπ).
ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ Η ΕΡΕΥΝΑ
Την έρευνα κάνουν τουλάχιστον δυο άτομα όπου απαραίτητα ο ένας είναι δικαστικός. Όταν μας χτυπήσουν το κουδούνι για έρευνα, ζητάμε τα στοιχεία των αστυνομικών-δικαστικών, το ένταλμα έρευνας και αν είναι μέρα ανοίγουμε την πόρτα.
Τη νύχτα εκτός από το ένταλμα έρευνας ζητάμε να μας πουν τους επιπλέον λόγους που υπάρχουν για να γίνει η έρευνα τη νύχτα (δηλ. αν υπάρχει ένταλμα σύλληψης, από που πιστεύουν οι αστυνομικοί ότι εμείς έχουμε σχέση με κάποιο αδίκημα κλπ).
Πάντως σε κάθε περίπτωση έχουμε το δικαίωμα να ειδοποιήσουμε τον δικηγόρο μας και όποιον άλλο ότι μας κάνουν ερευνά.
Η ερευνά δεν μπορεί να γίνεται ταυτόχρονα σε δυο δωμάτια. Εχουμε το δικαίωμα να είμαστε μπροστά όταν κάνουν έρευνα. Αυτό μας προφυλάσσει από τυχόν αυθαιρεσίες αστυνομικών οργάνων που προσπαθούν να μας ενοχοποιήσουν.
Αν τυχόν λείπει ο ένοικος (ή δεν ανοίγει) ο ανακριτής πρέπει να παραβιάσει την πόρτα. Σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει να προσκαλείται κάποιος γείτονας για να παραστεί στην ερευνά.
Η έρευνα πρέπει να γίνεται χωρίς περιττή δημοσιότητα η ενόχληση του ενοίκου.
ΤΙ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ ΝΑ ΨΑΞΟΥΝ
Μπορούν να ψάξουν σχεδόν τα πάντα, με προσοχή όμως για να μην προξενήσουν ζημίες. Αν καταστρέψουν αντικείμενα <π.χ. στρώματα, βιβλία κλπ αυτό μπορεί να συνιστά ποινικό αδίκημα αν υπάρχει δόλος.>
Για τυχόν ζημιές στην ερευνά, αποζημίωση μπορούμε να ζητήσουμε από το δημόσιο.
Οι ερευνητές δεν μπορούν να ερευνήσουν σφραγισμένη αλληλογραφία (“απόρρητο αλ/φιας”, έγγραφα που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο, και βιβλιάρια καταθέσεων (τραπεζικό απόρρητο). Για να ερευνήσουν τα παραπάνω χρειάζεται επιπλέον άδεια από ανακριτή, ενώ ειδικά για το επαγγελματικό απόρρητο ισχύει το εξής: Οι αστυνομικοί απαγορεύεται να διαβάσουν τα έγγραφα, αλλά αφού τα κατάσχουν τα σφραγίζουν σε φάκελο που στη συνέχεια μεταβιβάζεται στο αρμόδιο επαγγελματικό σωματείο (Δικηγορικό Σύλλογο, Ενωση Συντακτων, Εμπορικό Σύλλογο κλπ), το οποίο αποφασίζει για το εάν θα δοθούν τα έγγραφα στην ανάκριση.
Στο τέλος της έρευνας συντάσσεται ΕΚΘΕΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ, στην οποία γράφονται αναλυτικά και τα αντικείμενα που τυχόν θα κατασχεθούν.
Απαιτούμε να γραφτούν όλα τα κατασχεμένα αντικείμενα. Στο τέλος έχουμε το δικαίωμα να ζητήσουμε (και προφορικά) αντίγραφο της έκθεσης έρευνας. Η έκθεση υπογράφεται και από μας και από τους αστυνομικούς.
ΕΡΕΥΝΑ ΧΩΡΙΣ ΕΝΤΑΛΜΑ
Προβλέπεται ότι σε αυτόφωρα αδικήματα η αστυνομία μπορεί να μπει σε σπίτι χωρίς ένταλμα και χωρίς την παρουσία δικαστικού. Τότε σ’ αυτή την περίπτωση, πριν ανοίξουμε, πρέπει να μας δηλώσουν προφορικά το σκοπό της έρευνας (π.χ. “θα κάνουμε έρευνα διότι έχουμε πληροφορίες ότι π.χ. το σπίτι είναι παράνομη χαρτοπαικτική λέσχη”).
Τότε ανοίγουμε την πόρτα, και πρέπει οι αστυνομικοί να δουν σύντομα αν πράγμαι γίνεται αδίκημα, και αν όχι να αποχωρήσουν.
Δεν επιτρέπεται να αρχίσουν να ψάχνουν πράγματα που δεν έχουν εμφανή σχέση με το υποτιθέμενο αυτόφωρο αδίκημα (π.χ. να ψάχνουν σε στρώματα, αποθήκες, πατάρια κ.ο.κ.). Αν επιμένουν, τηλεφωνούμε άμεσα στο δικηγόρο μας, και το καταγγέλλουμε στην εισαγγελία.
ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ
Σωματική έρευνα μπορεί να γίνει είτε σε σπίτι είτε στο τμήμα ακόμα και στο δρόμο. Πρέπει να υπάρχει σπουδαίος λόγος για να γίνει σωματική έρευνα. Κάθε ερευνούμενος εξετάζεται χωριστά.
Στις γυναίκες έρευνα κάνουν μόνο γυναίκες αστυνόμοι, και μπορούν να ζητήσουν παράσταση προσώπου της εμπιστοσύνης τους.
Κατά το δυνατόν δεν πρέπει να εξευτελίζεται με την έρευνα ο ερευνούμενος. Αν ζητιέται ειδικά κάποιο πράγμα ή χαρτί, πρώτα θα πρέπει να ζητείται από τον ερευνούμενο να το παραδώσει.
Είναι πολύ σημαντικό να ξέρουμε όσο γίνεται καλύτερα όλα τα παραπάνω, αφού μάλλον δεν θα ‘χουμε δικηγόρο και η αστυνομική αυθαιρεσία βασίζεται ιδιαίτερα στη δική μας άγνοια. Είναι αποδειγμένο ότι πολλές φορές η σταθερή και επίμονη στάση μας μπορεί να μας γλιτώσει από άσκοπες διώξεις και μπελάδες.
Β. ΕΠΑΦΗ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΜΕ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΑΜΕΣΗΣ ΕΠΑΦΗΣ ΜΕ ΔΙΚΗΓΟΡΟ
Β (α) ΚΛΗΣΗ ΠΡΟΣΕΑΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Κλήση μπορεί να σταλεί στο σπίτι μας σε δυο περιπτώσεις:
(α) ‘Οταν γίνεται προανάκριση, μετά από γραφτή παραγγελία του εισαγγελέα. Σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει να αναφέρει αν καλούμαστε σαν μάρτυρες ή κατηγορούμενοι και να αναφέρει την συγκεκριμένη πράξη.
Η κλήση πρέπει να είναι γραφτή, και πρέπει να μας δοθεί 24 ώρες πριν από τη μέρα που μας καλεί να παρουσιαστούμε. Η κλήση πρέπει να υπογράφεται από αστυνόμο Β’ και πάνω η διοικητή σταθμού ή τμήματος η ειδικής υπηρεσίας.
Αν δεν πάμε στο Αστυνομικό Τμήμα η ποινή είναι πρόστιμο η κράτηση.
(β) Πολλές φορές η κλήση που μας στέλνεται δεν είναι αιτιολογημένη (π.χ. καλείστε δι υπόθεσιν σας). Τυπικά και αυτή η κλήση είναι συνταγματική, όταν δεν καλείσαι στα πλαίσια προανάκρισης.
Δεν είναι γνωστές καταδίκες για παράβαση της υποχρέωσης προσέλευσης στο τμήμα.
Μπορούμε λοιπόν να μην πηγαίνουμε στο τμήμα, όταν δεν διευκρινίζεται γιατί καλούμαστε. Αν παρ’ όλα αυτά πάει κάποιος στο τμήμα με βάση τέτοια κλήση, δεν πρέπει να κρατηθεί περισσότερο από τον αναγκαίο χρόνο για να δώσει εξηγήσεις ή να εξετασθεί, και σε ακραίες περιπτώσεις μέχρι 24 ώρες.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Εναι παράνομη η βίαια προσαγωγή στο τμήμα με τη δικαιολογία ότι εκεί υπάρχει κλήση. Αν παρ’ όλα αυτά μας πάνε εκεί, πρέπει να διαμαρτυρηθούμε, να ζητήσουμε να δούμε την κλήση, και να δούμε για ποιο λόγο μας καλούσε. Δεν πρέπει να κρατηθούμε περισσότερο από 24 ώρες.
Β (β) ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΜΑΡΤΥΡΑ
Μπορεί να κληθούμε να καταθέσουμε σαν μάρτυρες σε Αστυνομικό Τμήμα, Ανακριτή (δικαστικό), δικαστήριο. Αν κληθούμε νόμιμα δεν έχουμε το δικαίωμα να αρνηθούμε τη μαρτυρία μας (αρθ. 209 Κ.Π.Δ.).
Η κλήση πρέπει να μας έχει δοθεί τουλάχιστον 24 ώρες πριν και να αναφέρει την υπόθεση. Αν δεν πάμε να καταθέσουμε μπορούν να μας κάνουν βίαια προσαγωγή ή να μας επιβάλλουν πρόστιμο.
Επιπλέον αν δεν καταθέσουμε στο δικαστήριο χωρίς να υπάρχει κάποια δικαιολογία εκτός από πρόστιμο μπορεί να καταδικαστούμε για απείθεια (φυλάκιση από 10 μέρες μέχρι έξι μήνες).
(Ι) Κατάθεση μάρτυρα σε τμήμα ή σε ανακριτή
Η κατάθεση μάρτυρα, γίνεται χωρίς την παρουσία δικηγόρου. Μπορεί ένας μάρτυρας, αργότερα, να μετατραπεί σε κατηγορούμενο αν από την κατάθεση του ή από άλλα οτοιχεία φαίνεται πιθανότητα και δικής του ενοχής. Η κατάθεση που θα έχει δώσει σαν μάρτυρας μπορεί και να χρησιμοποιηθεί εναντίον του, αν ενοχοποιείται για κάτι, αν και τυπικά αυτό απαγορεύεται.
‘Οπως προαναφέραμε δεν μπορούμε να αρνηθούμε να καταθέσουμε. Αντίθετα μπορούμε να πούμε “δεν ξέρω”·. Σύμφωνα με το νόμο, δεν πρέπει να μας κάνουν ερωττήσεις για την προσωπική μας κρίση σε ζητήματα που δεν σχετίζονται με την υπόθεση, όπως; Και σε ερωτήσεις σχετικά με τις πεποιθήσεις μας.
Δεν είμαστε υποχρεούμενοι να καταθέσουμε για γεγονότα, από τα οποία μπορεί να ενοχοποιηθούμε για οποιοδήποτε αδίκημα, όπως και σε ερωτήσεις που από τη φύση τους απευθύνονται σε κατηγορούμενους (π.χ. που ήσουν τη συγκεκριμένη νύχτα κλπ).
Αν τώρα καταθέσουμε για κάτι, πρέπει να δηλώσουμε από που το μάθαμε (και αν ακούσαμε για κάτι, ποιος μας το είπε). Την κατάθεσή μας μπορούμε να την υπαγορεύουμε και να ζητήσουμε να γράφονται όσα λέμε, σχεδόν αυτολεξεί.
Στο τέλος διαβάζουμε αυτά που γράφτηκαν και υπογράφουμε την κατάθεση μαρτυρά.
Σημείωση: Η κατάθεση, θα γράφει στην αρχή ότι πρόκειται για κατάθεση μάρτυρα. Αλλιώς δεν υπογράφουμε.
Κατάθεση μάρτυρα στο δικαστήριο
(1) Ισχύουν ότι είπαμε στην κατάθεση μάρτυρα σε ανακριτή.
(2) Μπορούμε να αρνηθούμε να ορκιστούμε στο ευαγγέλιο, αλλά μόνο στο λόγο τιμής μας, αφού δηλώσουμε ότι δεν πιστεύουμε σε καμιά θρησκεία.
(3) Η συμπεριφορά του δικαστηρίου προς τον μαρτυρά πρέπει να είναι άψογη.
(4) Χρειάζεται πρόσθετη προσοχή στην κατάθεσή μας στο δικαστήριο, γιατί υπάρχει περίπτωση να διαταχθεί η σύλληψη μας από το δικαστήριο (π.χ. αν φανεί ότι ψευδομαρτυρήσαμε αν βρίσαμε παράγοντα του δικαστηρίου κλπ)
Γ. ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ
Όταν έχει ασκηθεί εναντίον μας ποινική δίωξη, ή μήνυση ή έγκληση ή αίτηση δίωξης θεωρούμαστε κατηγορούμενοι. θεωρούμαστε κατηγορούμενοι και όταν στην ανάκριση μας αποδίδεται αξιόποινη πράξη, ή όταν έχουμε συλληφθεί σαν ύποπτοι (ακόμα και χωρίς ένταλμα, ακόμα και όταν η σύλληψη είναι “παράνομη”.
Οταν πάλι εκδίδεται εναντίον μας ένταλμα βιαίας προσαγωγής ή σύλληψης, ή καλούμαστε οε απολογία, ή μας αποδίδει στην προανάκριση (ή στην κύρια ανάκριση) κάποιος μαρτυράς ή πολιτικός ενάγοντας μηνυτής μια συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη είμαστε πάλι κατηγορούμενοι.
Όποιος αναφέρεται στη μήνυση είναι κατηγορούμενος, και αν δεν υπάρχουν σοβαρά στοιχεία εναντίον του.
(α) ΚΛΗΣΗ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΣΕ ΑΠΟΛΟΓΙΑ
Η κλήση πρέπει να είναι γραπτή, να αναφέρει την αξιόποινη πράξη, να έχει επίσημη σφραγίδα και υπογραφή του ανακριτή και του γραμματέα. Πρέπει να μας δοθεί 24 ώρες τουλάχιστον πριν από τη μέρα απολογίας.
(β) ΑΡΝΗΣΗ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΝΑ ΕΜΦΑΝΙΣΤΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΑΠΟΛΟΓΗΘΕΙ
Τότε μπορεί να διαταχθεί η βίαιη προσαγωγή του για κατάθεση, (ακόμα και για αδικήματα για τα οποία δεν προβλέπεται προφυλάκιση) ή διατάσσεται η σύλληψη του, ή παραπέμπεται στο ακροατήριο (τακτική δικάσιμος).
‘ (γ) ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ
(1) Ο κατηγορούμενος από την πρώτη στιγμή δικαιούται να εκλέξει ελεύθερα τον δικηγόρο του. ΣΕ ΚΑΜΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΕΙ Η ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟ ΡΟΥΜΕΝΟΥ ΜΕ ΤΟ ΔΙΚΗΓΟΡΟ ΤΟΥ. Μπορεί ΑΜΕΣΑ να λάβα γνώση της δικογραφίας.
(2) Μπορεί να παρίσταται με δικηγόρο σε κάθε ανακριτική πράξη, εκτός από την εξέταση των μαρτύρων. Μπορεί να παρίσταται με δικηγόρο ακόμα και στην εξέταση σε αντιπαράθεση με άλλους μάρτυρες ή κατηγορούμενους. Για το λόγο αυτό κλητεύεται τουλάχιστον 24 ώρες πριν γίνει οποιαδήποτε ανακριτική πράξη.
(3) Εάν είναι κρατούμενος ή προφυλακισμένος μπορεί να υποβάλλει οποιαδήποτε γραφτή αίτηση ή δήλωση στο διευθυντή της φυλακής ή του τόπου κράτησης του, την οποία είναι υπο χρεωμένοι να την διαβάσουν αμέσως.
Γ (δ) Ο ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΚΡΙΣΗ (ΤΕΧΝΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ) Ο κατηγορούμενος που πάει για ανάκριση είτε μετά από αυτόφωρη σύλληψη είτε μετά από σύλληψη με ένταλμα είτε μετά από κλήση πρέπει νάχει υπ’ όψη του τα παρακάτω:
Να απαιτεί την άσκηση των δικαιωμάτων του και να ε;iναι ανένδοτος στο σημείο αυτό (φτάνοντας μέχρι την απεργία πείνας εάν κρατείται. Να ΑΠΑΙΤΕΙ την άμεση επαφή με το δικηγόρο του (τον οποίο εκλεγεί ελευθέρα) και ΚΥΡΙΩΣ να αρνείται σταθερά οποιαδήποτε συζήτηση, κατάθεση κλπ. προτού επικοινωνήσει με το δικηγόρο του. Και η πιο αθώα συζήτηση μπορεί να επιβαρύνει τη θέση του κατηγορούμενου.
Οταν η αθωότητα του συλλαμβανομένου είναι φανερή να διαμαρτύρεται ΕΝΤΟΝΑ.
Είναι βασικό να ξέρει ο κατηγορούμενος ότι έχει το δικαίωμα από το να αρνηθεί να απολογηθεί ή να απαντήσει στις ερωτήσεις οποιουδήποτε ανακριτή (αστυνομικού – δικαστικού). Αρα είναι προτιμότερο να μην απαντά, παρά να λέει ψέματα και να πέφτει σε αντιφάσεις.
Αυτό ειδικά στις περιπτώσεις αυτοφώρου όπου ο κατηγορούμενος είναι σε μια πρωτόγνωρη γι αυτόν κατάσταση, με όλα τα επακόλουθα της. (αδυναμία επικοινωνίας με τους έξω, άγχος, ψυχολογικός πόλεμος από τους αστυνόμους κλπ).
Οι σιωπές δεν είναι ποτέ αντιφατικές. Είναι βασικό επίσης ο κατηγορούμενος να μην “συνεργάζεται”.
Οι αστυνόμοι ξεκινάνε συνήθως μια κουβέντα σε φιλικό στυλ, με αθώες ερωτήσεις για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του κρατουμένου με σκοπό να τον παγιδέψουν.
Ειδικά ο πολιτικός κρατούμενος αν εκδηλώσει μια τάση “συνεργασίας”, τότε εκτός από τις ενοχοποιητικές πληροφορίες που χαρίζει στην αστυνομία, είναι υποχρεωμένος να αρνηθεί κάθε πολιτική υποστήριξη που προέρχεται απ’ έξω. ενώ δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι βελτιώνει τη θέση του.
Μια θαρραλέα στάση (αλλά όχι “αυθάδικη” μπορεί να γλιτώσει τον συλληφθέντα από πολλές φασαρίες.
Το σημαντικότερο για ένα πολιτικό κρατούμενο είναι να κρατάει μια επαφή με τους συντρόφους του απ’ έξω, για να μπορούν να τον βοηθήσουν.
Αυτό που μετράει δεν είναι ο συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα στον ίδιο και τους ανακριτές του, αλλά ο συσχετισμός δυνάμεων συνολικά, (π.χ. Υπερασπίζουμε τη συμμετοχή μας σε μια διαδήλωση και τους στόχους της, ενώ δεν παίρνουμε την ευθύνη για ό,τι προέκυψε απ’ αυτήν. Π.χ. τραυματισμός αστυνομικού κλπ).
Είναι τελείως διαφορετικό πράγμα στις περισσότερες περιπτώσεις η πολιτική από την ποινική ευθύνη για μια συγκεκριμένη πράξη και μπορούν να διαχωρίζονται. Η στάση του κατηγορούμενου στην ανάκριση, που περιγράψαμε παραπάνω, μας επιτρέπει να παίρνουμε την πολιτική ευθύνη για τους στόχους μιας διαδήλωσης π.χ. ενάντια στην καταστολή, και να τους αποδεχόμαστε και να υπερασπίζουμε τη συμμετοχή μας.
Όταν όμως κατηγορούμαστε για τραυματισμούς αστυνομικών που έγιναν σ’ αυτή τη διαδήλωση ή για συνθήματα που θεωρούνται υβριστικά κλπ, μπορούμε κάλλιστα να αρνηθούμε τη συμμετοχή μας σ’ αυτές τις αξιόποινες πράξεις, χωρίς μάλιστα να μας υποχρεώνει κανείς να τις καταδικάσουμε, αφού μπορούμε να μην απαντήσουμε, αν μας γίνουν τέτοιες ερωτήσεις.
ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΚΛΗΣΗ ΣΕ ΑΣΤ. ΤΜΗΜΑ Ή ΔΙΚΛΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ
ΝΑ ΑΡΝΗΘΟΥΜΕ ΝΑ ΚΑΤΑΘΕΣΟΥΜΕ ΧΩΡΙΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟ
Όταν λάβουμε κλήση που μας καλεί να καταθέσουμε σαν κατηγορούμενοι, ή είμαστε κρατούμενοι και προσαχθούμε για απολογία πάμε πάντα με το δικηγόρο μας.
Πριν απολογηθούμε διαβάζουμε όλα τα έγγραφα της δικογραφίας και μπορούμε να πάρουμε αντίγραφα (με γραπτή αίτηση).
Κατόπιν μπορούμε να πάρουμε 48ωρη τουλάχιστον προθεσμία για να προετοιμάσουμε την απολογία μας.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ένας κατηγορούμενος στη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας (σύλληψη μέχρι δίκη), ίσως δώσει παραπάνω από μια καταθέσεις (π.χ. στην αστυνομία, σε ανακριτή, στο δικαστήριο τέλος). Γι αυτό η απολογία πρέπει να είναι η ίδια κάθε φορά, για να μην πέφτει σε αντιφάσεις και καλά προετοιμασμένη σε συνεργασία με το δικηγόρο.
Είναι προτιμότερο στην Αστυνομία να μην απολογούμαστε αναλυτικά, παρά μόνο με τη φράση “Αρνούμαι όλες τις κατηγορίες”.
Τώρα όταν καταθέτουμε δεν πρέπει να μας διακόπτουν, εκτός και αν είμαστε εκτός θέματος. Μετά την κατάθεση μπορεί να μας γίνουν ερωτήσεις που δεν πρέπει να είναι παραπειστικές.
Μπορούμε να αρνηθούμε να απαντήσουμε σε όλες τις ερωτήσεις ή σε μερικές από όσες μας κάνουν οι ανακριτές. Μόλις δώσουμε την απολογία, την διαβάσουμε και την υπογράφουμε.
Γ ΠΡΟΦΥΛΑΚΙΣΗ
Την προφυλάκιση την αποφασίζει ο ανακριτής με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, μετά την απολογία του κατηγορουμένου. Αν δεν συμφωνούν, τότε ο κατηγορούμενος αφήνεται προσωρινά ελεύθερος (Εάν φυσικά ήταν κρατούμενος) και η διαφωνία παραπέμπεται σε δικαστικό συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει για την προφυλάκιση ή όχι.
Για να προφυλακισθεί κάποιος πρέπει να υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι έχει κάνει κακούργημα ή κάποιο πλημμέλημα για το οποίο προβλέπεται φυλάκιση πάνω από 3 μήνες και μόνο όταν είναι ύποπτος φυγής ή κρίνεται σαν ιδιαίτερα επικίνδυνος.
Αντί για προφυλάκιση (και eφόσον υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής μπορεί να διαταχθεί η καταβολή εγγύησης (η οποία είναι ανάλογη του αδικήματος και της οικονομικής κατάστασης του κατηγορούμενου) ή εμφάνιση στον ανακριτή (ή σε αστ. τμήμα) σε τακτά χρονικά διαστήματα, περιορισμοί στη διαμονή ή στη μετακίνηση, απαγόρευση εξόδου από τη χωρά κλπ.
Η προφυλάκιση μπορεί να κρατήσει μέχρι 9 μήνες για τα πλημμελήματα και μέχρι 18 μήνες για τα κακουργήματα.
Μόλις επιβληθεί προφυλάκιση ή κάποιος από τους παραπάνω περιορισμούς, μπορούμε να κάνουμε αίτηση στον ανακριτή ή προσφυγή στο συμβούλιο για άρση της προφυλάκισης, και των περιορισμών ή άρση της προφυλάκισης με εγγύηση κλπ.
Δ ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΙΟ ΕΙΔΙΚΕΣ ΝΟΜΙΚΕΣ ΓΝΩΣΕΙΣ
(α) ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ
Αν ο εισαγγελέας πάρει κάποια μήνυση ή αναφορά και τη θεωρεί νομικά ή ουσιαστικά αβάσιμη, προβλέπεται μια διαδικασία για να τη βάλει στο αρχείο. Σε αντίθετη περίπτωση ασκεί ποινική δίωξη και πρέπει να διατάξει προανάκριση ή κύρια ανάκριση ή παραπομπή του κατηγορούμενου απευθείας στο δικαστήριο (εκτός από τα κακουργήματα). Πριν ασκήσει δίωξη μπορεί να ζητήσει ή να κάνει ο ίδιος ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ.
ΠΡΟΑΝΑΚΡΙΣΗ
Προανάκριση (καθώς και προκαταρτική εξέταση) μπορούν να κάνουν οι ειρηνοδίκες και οι βαθμοφόροι της αστυνομίας (υπενωματάρχης και πάνω · υπαρχιφύλακες και πάνω).
Για να γίνει προανάκριση χρειάζεται γραπτή παραγγελία του εισαγγελέα. Προβλέπεται ότι μπορεί να γίνει αστυνομική προανάκριση και χωρίς εισαγγελική παραγγελία στα αυτόφωρα και όταν υπάρχει κίνδυνος από την αναβολή (δηλ. κινδυνεύουν να χαθούν ουσιώδη αποδεικτικά στοιχεία).
Η προανάκριση είναι συνοπτική και τελειώνει με την παραπομπή του κατηγορούμενου στο ακροατήριο ή σε κυρία ανάκριση ή στο δικαστικό συμβούλιο. Θεωρείται περιττή η προανάκριση για τα πταίσματα, τα πλημμελήματα αρμοδιότητας μονομελούς και τα αυτόφωρα πλημμελήματα (χωρίς φυσικά να αποκλείεται να γίνει).
Πeριττή επίσης θεωρείται η προανάκριση για τα πλημμελήματα αρμοδιότητας τριμελούς όταν έχει προηγηθεί προκαταρτική εξέταση.
ΚΥΡΙΑ ΑΝΑΚΡΙΣΗ
1) Την κυρία ανάκριση την διενεργούν οι τακτικοί ανακριτές, μετά από γραπτή παραγγελία του εισαγγελέα.
Τα κακουργήματα πάνε πάντα στην κυρία ανάκριση. Ακόμα για τα πλημμελήματα που επιτρέπεται προφυλάκιση ή για να συμπληρωθεί η προανάκριοη είναι στην κρίση του εισαγγελέα να ζητήσει κύρια ανάκριση.
2) Υποτίθεται ότι σκοπός της ανάκρισης είναι η ανακάλυψη της αλήθειας και όχι η συλλογή κάποιων τυπικών αποδεικτικών στοιχείων και για το λόγο αυτό δεν υπάρχει κάποιος κατάλογος ανακριτικών πράξεων, γπαρχουν μόνο κάποιοι δικονομικοί περιορισμοί.
Εξετάζονται ακόμα και στοιχεία που αφορούν την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, εφόσον μπορούν να παρθούν υπ’ όψη για το μέγεθος της ποινής.
3) Κάθε ανακριτής (και ο προανακριτής) έχει απεριόριστες δυνατότητες και δικαιώματα στην ανάκριση. Μπορεί να κλείνει ολόκληρα σπίτια, να σφραγίζει κινητά και ακίνητα, νπ διατάζει να μην απομακρυνθεί κανείς μέχρι το τέλος της ανάκρισης, ερευνάς κλπ., να διατάζει την απομάκρυνση όσων εναντιώνονται, ακόμα και να τους επιβάλλει κράτηση μέχρι 24 ώρες. Μπορεί να διατάζει την απομάκρυνση (που μπορεί να εκτελεστεί και με τη βία) του εναντιονομένου συνηγόρου, αλλά τότε πρέπει να διορίσει άλλο συνήγορο, ιδιαίτερα αν το ζητήσει ο κατηγορούμενος.
Για κάθε ανακριτική πράξη ο ανακριτής πρέπει να κάνει έκθεση επί τόπου, με την παρουσία δικαστικού γραμματέα η άλλου ανακριτή ή δυο μαρτύρων.
4) Μόλις ο τακτικός ανακριτής τελειώσει την ανάκριση και πριν στείλει τη δικογραφία στον εισαγγελέα πρέπει ν’ ανακοινώσει στον κατηγορούμενο το τέλος της ανάκρισης. Ο εισαγγελέας αφού πάρει τη δικογραφία, άμα θεωρεί κλεισμένη την ανάκριση, πρέπει να κάνει πρόταση. Αν ο κατηγορούμενος το ζητήσει, ο εισαγγελέας είναι υποχρεωμένος να τον ειδοποιήσει 24 ώρες νωρίτερα να λάβει γνώση της εισαγγελικής πρότασης.
Αν στην ανάκριση παραβιαστούν οι διατάξεις που αφορούν την εμφάνιση, εκπροσώπηση ή υπεράσπιση του κατηγορούμενου και την άσκηση των δικαιωμάτων του, οι πράξεις που έγιναν παράνομα είναι απόλυτα άκυρες. Αυτή η ακυρότητα συμπαρασύρει και τις επόμενες πράξεις που έγιναν μετά την άκυρη ή πιο πριν αλλά είναι συναφείς με την άκυρη. Όμως αυτή η ακυρότητα πρέπει να προβληθεί μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο, αλλιώς καλύπτεται. Αν δεν αφορά την προδικασία εξετάζεται αυτεπάγγελτα ακόμα και στον Άρειο Πάγο.
Στις περιπτώσεις που αναφέρονται από τη δικονομία δεν είναι ανάγκη να υποβάλλει αίτηση ο κατηγορούμενος για την άσκηση των δικαιωμάτων του. Η κυρία ανάκριση τελειώνει με την παραπομπή του κατηγορούμενου στο ακροατήριο ή στο δικαστικό συμβούλιο (για βούλευμα).
Υ.Γ. Το βασικό είναι κάθε σύντροφος που θα συλληφθεί άμεσα να ειδοποιήσει τους συντρόφους, και να μην δεχθεί καμιά κουβέντα με τους ασφαλίτες. Τα άλλα θα βρουν το δρόμο τους.
Χρειαζόταν όμως, πιστεύουμε και αυτή η νομική κατάρτιση.