Βρίσκομαι στη φυλακή για συμμετοχή στον Επαναστατικό Αγώνα, για την οποία έχω αναλάβει την πολιτική ευθύνη. Έχω ήδη δηλώσει μέσω κοινής επιστολής με τους συντρόφους μου Νίκο Μαζιώτη και Κώστα Γουρνά και εξακολουθώ να δηλώνω πως δεν θα σταματήσω να μάχομαι το οικονομικό και πολιτικό καθεστώς ακόμα και μέσα από τη φυλακή. Γνωρίζω πως η πολιτική μου επιλογή να συμμετέχω στον Επαναστατικό Αγώνα καθώς και η στάση μου μέσα από τη φυλακή με κατατάσσει στους δηλωμένους πολιτικούς εχθρούς του συστήματος, γεγονός που όχι μόνο δεν αρνούμαι αλλά είναι επιλογή μου και με τιμά.
Καθώς είναι γνωστό στους πολιτικούς μου αντιπάλους πως καμία «ειδική αντιμετώπιση» και μορφή πίεσης δεν πρόκειται να με λυγίσει, η εκδικητικότητά τους στρέφεται ανοιχτά εναντίον του αγέννητου γιου μου, ο οποίος και υφίσταται τις συνέπειες αυτής της «ειδικής αντιμετώπισης» από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς και αντιμετωπίζεται πλέον ως πολιτικός κρατούμενος. Εξηγούμαι:
Από την αρχή της σύλληψής μου δεν είχα στο ελάχιστο πιο προσεκτική αντιμετώπιση ως έγκυος από «αντιτρομοκρατική» και ΕΚΑΜ που με κρατούσαν και αναλάμβαναν τις μεταφορές μου. Υποβλήθηκα στην «ειδική αντιμετώπιση» της απόλυτης απομόνωσης στα χωρίς αέρα κελιά των 1×2,5 μ. του 12ου ορόφου, με το φως αναμμένο όλο το 24ωρο (στην ουσία πρόκειται για μέθοδο ψυχολογικού βασανισμού) για πέντε μέρες, της μεταφοράς και παραμονής μου σε εισαγγελέα και ανακριτή δεμένη πισθάγκωνα για ώρες, της μεταφοράς μου στις φυλακές της Θήβας δεμένη με τον ίδιο τρόπο (σε καμία έγκυο δεν φοράνε χειροπέδες όταν τη μεταφέρουν, πολύ περισσότερο δεν τις φοράνε κατά τον τρόπο που τις φορούσαν σε μένα), της βίαιης αντιμετώπισής μου κατά τη μεταφορά μου στο γραφείο της ανακρίτριας, που τελικά είχε ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό μου. Κατόπιν έντονης δικής μου διεκδίκησης και αφού φοβήθηκαν μην αποβάλω στην «αντιτρομοκρατική», με πήγαν τελικά για εξετάσεις σε εφημερεύον νοσοκομείο.
Κατά τους δύο περίπου μήνες που κρατήθηκα στις φυλακές της Θήβας, και ενώ υπήρξαν ενδείξεις από προηγούμενες ιατρικές εξετάσεις ότι πιθανώς να έπασχα από σοβαρή επιπλοκή της κύησης, η οποία, αν δεν αντιμετωπιζόταν άμεσα, θα μπορούσε να δημιουργήσει πολύ σοβαρά προβλήματα στην εγκυμοσύνη μου, την εξέταση που θα επιβεβαίωνε τη συγκεκριμένη επιπλοκή την πραγματοποίησα με ενάμιση μήνα καθυστέρηση και αφού προηγουμένως αντέδρασα έντονα στην εγκληματική για την υγεία μου, και κατ’ επέκταση για την υγεία και τη ζωή του παιδιού μου, αδιαφορία της φυλακής και της γραφειοκρατίας.
Είναι, βέβαια, δεδομένο ότι οι κρατούμενοι στις φυλακές που χρειάζονται ιατρική φροντίδα αντιμετωπίζονται τις περισσότερες φορές πρώτα ως κρατούμενοι και δευτερευόντως ως ασθενείς. Είναι χαρακτηριστική η φράση του γυναικολόγου της Θήβας πως δεν μπορώ να απαιτώ να κάνω όλες τις εξετάσεις και με τη συχνότητα που θα τις έκανα αν δεν ήμουν στη φυλακή, φράση που αποκαλύπτει τη ρατσιστική αντιμετώπιση που έχουν οι κρατούμενοι και κρατούμενες ασθενείς από τις ιατρικές υπηρεσίες ορισμένων τουλάχιστον φυλακών, αντιμετώπιση που συχνά βάζει σε κίνδυνο την ίδια τη ζωή τους.
«Ειδικά μέτρα ασφαλείας»
Στη δική μου περίπτωση οι «ιατρικές φροντίδες» της φυλακής είχαν σαν αποτέλεσμα να παραμείνω επί ενάμιση μήνα με πρόβλημα υγείας, να μην υποβάλλομαι στις απαραίτητες εξετάσεις, τις οποίες ο γιατρός της φυλακής έκρινε ως επουσιώδεις, δημιουργώντας μου συνεχώς προβλήματα στο να τις πραγματοποιήσω, παρ’ ότι η ίδια τις ζητούσα επανειλημμένως, και, αφού τελικά οδηγήθηκα στο νοσοκομείο της Λιβαδειάς και επιβεβαιώθηκε η συγκεκριμένη επιπλοκή, να συνεχίσω να μην έχω τη δυνατότητα ν’ αντιμετωπίσω το πρόβλημα, περιμένοντας τον Καστανίδη και τον Χρυσοχοΐδη ν’ αποφασίσουν πότε θα γίνει η μεταγωγή μου στις φυλακές Κορυδαλλού, όπου και θα μπορούσα ν’ αντιμετωπίσω αποτελεσματικότερα τα προβλήματα.
Την πρώτη εικόνα των «ειδικών μέτρων ασφαλείας» που θα επέβαλλε το υπουργείο προστασίας του καθεστώτος (πρώην δημόσιας τάξης) για κάθε μεταφορά μου σε νοσοκομείο την είχα στη Λιβαδειά, όπου «χρειάστηκαν» πολλές δεκάδες ένστολων και μη μπάτσων από διάφορες περιοχές της Κεντρικής Ελλάδας και της Αθήνας, με τη συμμετοχή φυσικά της «αντιτρομοκρατικής» καθώς και ομάδας των ΕΚΑΜ, που με συνόδευαν και είχαν ακροβολιστεί στο νοσοκομείο. Να σημειώσω πως στη μεταφορά μου σε αυτό το νοσοκομείο ήμουν επίσης δεμένη με χειροπέδες.
Και αν η καθυστέρηση της μεταφοράς μου στο νοσοκομείο της Λιβαδειάς για τις απαραίτητες εξετάσεις οφειλόταν στην αδιαφορία του ιατρικού προσωπικού των φυλακών της Θήβας και στη γραφειοκρατία, η καθυστέρηση της μεταγωγής μου στην Αθήνα οφειλόταν αποκλειστικά στην ωμή εκδικητικότητα του Χρυσοχοΐδη, που καλυπτόταν πίσω από τα «ειδικά μέτρα ασφαλείας», τα οποία επέβαλλε για κάθε μετακίνηση και μεταγωγή μου. Αυτή η διαπίστωση δεν είναι απλώς μια εκτίμηση, αφού από την πρώτη στιγμή που έγινε γνωστό στη διεύθυνση των φυλακών της Θήβας πως αντιμετωπίζω σοβαρή επιπλοκή στην κύηση, η οποία πλέον κινδύνευε, άρχισε από μεριάς της διεύθυνσης μια διαδικασία πιέσεων προς τα υπουργεία δικαιοσύνης και δημόσιας τάξης, αλλά και στους Καστανίδη και Χρυσοχοΐδη προσωπικά, για την άμεση μεταγωγή μου στην Αθήνα. Παρ’ όλα αυτά, η μεταγωγή μου καθυστέρησε μιάμιση εβδομάδα, χωρίς εν τω μεταξύ να μου παρέχεται ιατρική φροντίδα σχετικά με το πρόβλημα που αντιμετωπίζω, καθυστέρηση που οφειλόταν στα «ειδικά μέτρα ασφαλείας».
Οι καθυστερήσεις λόγω των μέτρων που διατάσσει ο Χρυσοχοΐδης για μένα δεν σταματούν εδώ. Την αμέσως επομένη της άφιξής μου στις φυλακές Κορυδαλλού, ένα έκτακτο περιστατικό επέβαλε την επιτόπου πλέον μεταφορά μου στο νοσοκομείο. Και ενώ σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση η μεταφορά αυτή θα είχε γίνει πολύ σύντομα, εγώ έπρεπε να περιμένω για ώρες τις «ειδικές δυνάμεις» και τα ΕΚΑΜ να συγκεντρωθούν. Εννοείται πως στο νοσοκομείο Τζάνειο όπου με πήγαν, ήμουν συνεχώς περιτριγυρισμένη από πάνοπλους ΕΚΑΜίτες οι οποίοι, όπως είναι φυσικό, προξένησαν πανικό στους διαδρόμους των έκτακτων περιστατικών. Η ίδια εικόνα επικράτησε και στο Αλεξάνδρα, στο οποίο με παρέπεμψαν οι γιατροί του Τζανείου λόγω αναρμοδιότητας του νοσοκομείου.
Βασικό ζητούμενο για μένα είναι πως, εξαιτίας αυτών των «ειδικών μέτρων ασφαλείας» που λαμβάνονται για κάθε μεταφορά μου σε νοσοκομείο, τίθεται συνεχώς σε κίνδυνο η υγεία και η ζωή του παιδιού μου.
«Στο νοσοκομείο Αλεξάνδρα»
Οι συγκεκριμένες πιέσεις και η εκδικητικότητα των πολιτικών μου αντιπάλων, όμως, δεν σταματούν εδώ. Αυτός ο ιδιότυπος πόλεμος συνεχίστηκε με τις συνθήκες της πενθήμερης νοσηλείας μου στο νοσοκομείο Αλεξάνδρα. Εκεί βρέθηκα σ’ έναν ασφυκτικό κλοιό από μπάτσους και υπό καθεστώς απομόνωσης. Οι φρουροί που βρίσκονταν έξω από το δωμάτιο – κελί στο οποίο έμενα με παρενοχλούσαν συνεχώς με μια αδιάκοπη παρακολούθηση –ακόμα και σε πολύ ιδιαίτερες στιγμές στις οποίες αναγκαζόμουν να φωνάζω και να κάνω χειρονομίες για να φύγουν.
Την πρακτική αυτή μόνο ως ωμό ψυχολογικό πόλεμο μπορώ να τη χαρακτηρίσω. Να σημειώσω πως βρισκόμουν μόνη και συνεχώς κλειδωμένη σ’ ένα μικρό δωμάτιο του α’ ορόφου, με κάγκελα και χωρίς επαφή με άλλους ανθρώπους πλην του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού. Αυτή η διαστροφική πρακτική στην οποία είχαν επιδοθεί, κατ’ εντολή των προϊσταμένων τους, άντρες και γυναίκες μπάτσοι, να με παρακολουθούν συνεχώς από το τζάμι της κλειδωμένης πόρτας, σταμάτησε σε μεγάλο βαθμό ύστερα από δική μου έντονη παρέμβαση και αφού προσθέσανε επιπλέον δυνάμεις έξω από το παράθυρο του δωματίου – κελιού όπου βρισκόμουν.
Όλες τις μέρες που νοσηλευόμουν στο Αλεξάνδρα μου απαγόρευσαν τα επισκεπτήρια συγγενών – πλην ενός την εβδομάδα για μισή περίπου ώρα – και τα τηλέφωνα – πλην ενός τηλεφωνήματος την ημέρα για ένα λεπτό και σε ένα μόνο πρόσωπο (συγγενή ή δικηγόρο) –, ελαχιστοποίησαν τον χρόνο παραμονής των δικηγόρων, από τους οποίους κρατούσαν όλα τα προσωπικά αντικείμενα (τσάντες, τηλέφωνα κ.λπ.) και επέβαλαν τη συνεχή παρουσία της φρουράς σε κάθε ιατρική και νοσηλευτική επίσκεψη.
Αποτέλεσμα του γεγονότος ότι κάθε ιατρική και νοσηλευτική επίσκεψη και εξέταση γινόταν πάντα υπό την επίβλεψη αστυνομικών ήταν η καταστρατήγηση κάθε έννοιας ιατρικού απορρήτου καθώς όλες οι λεπτομέρειες του ιατρικού μου ιστορικού γίνονταν γνωστές σε κάθε μπάτσο που τύχαινε να βρίσκεται εκεί.
Η συνεχής παρακολούθηση κάθε εξέτασης, κάθε συζήτησης με τους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό δεν αφορούσε πλέον μόνο εμένα αλλά ήταν μια ωμή επέμβαση στο έργο των γιατρών, το οποίο αντιμετώπιζαν ως μια ακόμα «πιθανή απειλή για την ασφάλεια».
Η υποβολή της σχέσης ασθενούς – γιατρού σ’ ένα καθεστώς διαρκούς ελέγχου από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς και τους πολιτικούς τους προϊσταμένους, οι οποίοι ενημερώνονται λεπτομερώς για κάθε ιατρική εξέλιξη, υπονομεύει αυτή την ιδιαίτερη σχέση και παρεμποδίζει αναπόφευκτα την ομαλή ιατρική λειτουργία και θεραπεία. Εν τέλει η όλη διαδικασία νοσηλείας μετατρέπεται σε αντικείμενο διαστροφικού ελέγχου από την οργανωμένη εξουσία, γεγονός που την αλλοτριώνει.
Αυτές οι «ειδικές συνθήκες κράτησης», που μου επιβάλλονται κατά τη διάρκεια παραμονής μου σε νοσοκομείο, δεν κατοχυρώνονται από κανένα νόμο. Η αντιμετώπιση του κάθε νοσηλευόμενου κρατουμένου εξαρτάται από τον «κίνδυνο» που αυτός αποτελεί για την «ασφάλεια» και από τις «πιθανότητες ν’ αποδράσει». Συνεπώς, κάθε μέτρο ασφαλείας (παρουσία μπάτσων σε εξετάσεις, χειρουργεία κ.λπ.) καθορίζεται είτε από τους πολιτικούς προϊσταμένους των μπάτσων είτε από τους επιχειρησιακούς και κάποιες φορές αφήνεται στην κρίση αυτών που αποτελούν τη φρουρά του κρατούμενου. Έτσι, έχουμε περιπτώσεις όπου αστυνομικός παρίσταται σε τοκετό με τη δικαιολογία ότι η κρατούμενη μπορεί να αποδράσει.
Δεν έχω επικαλεστεί και ούτε πρόκειται να επικαλεστώ τον ανθρωπισμό οποιουδήποτε πολιτικού μου αντιπάλου. Δεν πιστεύω ότι ενδιαφέρει τους πάσης φύσεως εξουσιαστές η επιβίωση και η υγεία του παιδιού μου και πολύ περισσότερο η δική μου. Αντιθέτως, πιστεύω πως αν είχαν τα περιθώρια, αν δεν λάμβαναν υπόψη τους το πολιτικό κόστος, θα αφηνόμουν στην πλήρη εγκατάλειψη και το πιθανότερο θα ήταν – λόγω πολλών παραγόντων και της υψηλού κινδύνου, σύμφωνα με την άποψη των γιατρών, εγκυμοσύνης μου – να μην μπορούσα ν’ αντεπεξέλθω και ο γιος μου να μην επιβίωνε. Δεν είναι υπερβολή να πω πως αυτό θα επιθυμούσαν οι διώκτες μου προκειμένου να πάρουν την καλύτερη γι’ αυτούς εκδίκηση.
Είναι εξάλλου γεγονός πως η όποια σωστή ιατρική φροντίδα λαμβάνω αυτή τη στιγμή οφείλεται στους γιατρούς του νοσοκομείου Αλεξάνδρα, που με αφορμή το έκτακτο περιστατικό που μου συνέβη πήραν την κατάσταση στα χέρια τους, ολοκλήρωσαν μια πλήρη ιατρική διάγνωση και έβαλαν ένα σωστό προσανατολισμό για την από εδώ και στο εξής αντιμετώπιση των προβλημάτων μου.
«Αυτονόητο δικαίωμα»
Δεν πιστεύω σε κανέναν de facto σεβασμό οποιωνδήποτε ανθρώπινων και πολιτικών δικαιωμάτων από το καθεστώς, καθώς και τα μεν και τα δε υπάγονται και καθορίζονται από τους όρους και την ένταση του κοινωνικού και ταξικού πολέμου που σε κάθε ιστορική περίοδο διεξάγεται.
Γι’ αυτούς που απαρτίζουν την οικονομική και πολιτική ελίτ, ο ανθρωπισμός και η αξία της ανθρώπινης ζωής δεν αφορά κανέναν άλλον πέραν των ταξικά ομοίων τους και των οικογενειών τους. Δεν αφορά τους προλετάριους, τους φτωχούς, τους μη έχοντες που αρρωσταίνουν και πεθαίνουν υπό τις όλο και πιο άθλιες και απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης που ισχύουν για τα χαμηλά κοινωνικά και ταξικά στρώματα.
Οι φτωχοί είναι υποχρεωμένοι να υποσιτίζονται, να τρέφονται με δηλητήρια, να μην έχουν στοιχειώδη ιατρική περίθαλψη, να πεθαίνουν στα ράντζα των υπό διάλυση δημόσιων νοσοκομείων. Οι παραπάνω δεδομένες για τις τελευταίες δεκαετίες κοινωνικές συνθήκες γίνονται όλο και πιο άγριες λόγω της βαθιάς οικονομικής κρίσης στην οποία έχει βυθιστεί το καθεστώς, με αποτέλεσμα όλο και πιο πολλά κοινωνικά στρώματα να περνούν στην κατηγορία των αποκλεισμένων, να καταδικάζονται σ’ έναν αργό θάνατο, ενώ τα εδώ και χρόνια υποβαθμισμένα δημόσια νοσοκομεία καταρρέουν υπό το βάρος των περικοπών των δημοσίων δαπανών που επιβάλλει η κυβέρνηση και η τρόικα (Ε. Επιτροπή, ΔΝΤ, ΕΚΤ) η οποία και ελέγχει πλήρως την οικονομική λειτουργία της χώρας και το δημόσιο χρήμα.
Το αυτονόητο δικαίωμα για όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους στη διατροφή, τη στέγαση, την υγεία, τη ζωή ήδη καταστρατηγείται για όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού, καθώς το καθεστώς κλέβει μισθούς, συντάξεις και δημόσιο χρήμα προκειμένου να διασωθεί η οικονομική και πολιτική ελίτ και να διασφαλιστεί η διαιώνιση της εξουσίας της.
Ο ανθρωπισμός τους δεν αφορά τους φυλακισμένους που στοιβάζονται στις φυλακές – αποθήκες ψυχών, που αντιμετωπίζονται ως άνθρωποι τρίτης κατηγορίας από το καθεστώς και που η αξία ζωή τους κοστολογείται ανάλογα με την έκταση που θα λάβει ο θάνατός τους σε μια στήλη εφημερίδας.
Ο ανθρωπισμός τους δεν αφορά τους εχθρούς του συστήματος, για τους οποίους, στην πραγματικότητα και παρά τις όποιες γελοίες διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης περί σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θα επιθυμούσαν τη φυσική τους εξόντωση. Αν κάτι τους εμποδίζει είναι, όπως προανέφερα, το πολιτικό κόστος και μόνο αυτό.
Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του αγωνιστή Σίμου Σεϊσίδη που το καθεστώς έχει κατατάξει με τη βοήθεια μιας σειράς αστυνομικών σεναρίων και εικασιών στον κατάλογο των εχθρών του. Ο Σεϊσίδης αφού τραυματίστηκε σοβαρά από σφαίρα μπάτσου και κινδύνεψε να χάσει τη ζωή του, αντιμετώπισε καθ’ όλη τη διάρκεια της νοσηλείας του όλα τα διαθέσιμα μέσα ψυχολογικού βασανισμού και εκδίκησης από τους διώκτες και επίδοξους δολοφόνους του: απομόνωση, παρουσία μπάτσων εντός της ΜΕΘ, διαρκής παρενόχλησή του, παρεμπόδιση του έργου των γιατρών και των νοσηλευτών – ενώ έφτασαν στο σημείο να επιβάλουν αστυνομική επίβλεψη ακόμα και κατά τη διάρκεια του ακρωτηριασμού του ποδιού του.
Αυτή η κτηνώδης συμπεριφορά των μηχανισμών καταστολής απέναντι στον Σίμο Σεϊσίδη ολοκληρώθηκε με την απόφαση να προφυλακιστεί και ενώ η υγεία του βρίσκεται σε αυτή την πολύ άσχημη κατάσταση.
«Επιζητούν εκδίκηση»
Η επίκληση των όποιων ανθρωπίνων και πολιτικών δικαιωμάτων συνιστά μια αναχρονιστική πρακτική και αναφέρεται στ’ απομεινάρια μιας εποχής όπου μια σειρά κοινωνικών και ταξικών συμβιβασμών ρύθμιζαν τις ισορροπίες μεταξύ καταπιεστών και καταπιεζόμενων, επιτρέποντας τη διατήρηση της καθεστωτικής ομαλότητας και ειρήνης. Αυτές οι ισορροπίες είναι παρελθόν, οι ταξικοί και κοινωνικοί συμβιβασμοί έχουν ακυρωθεί από το ίδιο το σύστημα που επιτίθεται όλο και πιο άγρια στην κοινωνία, ενώ η καθεστωτική ειρήνη κρέμεται από μια κλωστή.
Μέσα στην τρέχουσα ιστορική περίοδο είναι γνωστό πως το σύστημα, η πολιτική και οικονομική εξουσία και όσοι την απαρτίζουν εισπράττουν συνεχώς και με κάθε τρόπο την κοινωνική κατακραυγή. Από την άλλη, επαναστατικές δυνάμεις, όπως ο Επαναστατικός Αγώνας, βρίσκουν όλο και μεγαλύτερο κοινωνικό έρεισμα.
Παρά τις προσπάθειες του καθεστώτος να μας δυσφημίσει ως πολιτικά πρόσωπα και ν’ απαξιώσει τη δράση του Επαναστατικού Αγώνα, η οργάνωσή μας εισπράττει την πολιτική αποδοχή από μεγάλο τμήμα της κοινωνίας, η οποία και τελικά θα στραφεί σε επιλογές και πρακτικές ρήξης και βίαιης σύγκρουσης με το σύστημα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, του καπιταλισμού και της οικονομίας της αγοράς.
Μέσα από το συγκεκριμένο ιστορικό πρίσμα και ενώ οι εξουσιαστές εκδηλώνουν ένα ιδιαίτερα εκδικητικό μένος εναντίον όσων μάχονται το ετοιμόρροπο πλέον σύστημα, μπορεί να ερμηνευτεί με πολιτικούς όρους η συμπεριφορά των κατασταλτικών μηχανισμών, και του Χρυσοχοΐδη προσωπικά, απέναντί μου, αφού επιζητώντας την εκδίκηση για τον Επαναστατικό Αγώνα και για την πολιτική μου στάση απειλούν συνεχώς και με κάθε διαθέσιμο μέσο την υγεία και τη ζωή του παιδιού μου.
Επειδή όλο το χρονικό διάστημα που βρίσκομαι στη φυλακή τίποτε δεν μου χαρίστηκε και κάθε ιατρική φροντίδα ήταν αποτέλεσμα διεκδίκησης από μεριάς μου, δηλώνω πως θα συνεχίσω να διεκδικώ την απαραίτητη ιατρική και φαρμακευτική μέριμνα και θα μάχομαι για την υγεία και τη ζωή του. Προκειμένου να γίνει αυτό, απαιτώ:
-Να μην επαναληφθεί οποιαδήποτε καθυστέρηση στη μεταφορά μου στο νοσοκομείο, είτε αφορά προγραμματισμένο ραντεβού για ιατρικές εξετάσεις είτε κάποιο έκτακτο περιστατικό, με τη δικαιολογία της τήρησης των «ειδικών μέτρων ασφαλείας». Ιδίως στη δεύτερη περίπτωση, και η παραμικρή καθυστέρηση είναι δεδομένο ότι μπορεί να είναι καθοριστική για την επιβίωση του παιδιού μου. Να τονίσω πως δεν μ’ ενδιαφέρει πόσους και τι είδους ένοπλους θα συγκεντρώσουν, είτε για τη μεταφορά μου είτε για την παραμονή μου στο νοσοκομείο. Αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι πως ο χρόνος συγκέντρωσης αυτών των δυνάμεων λειτουργεί εις βάρος της ζωής του γιου μου που συνεχώς μπαίνει σε κίνδυνο.
-Να μην υπάρξει καμία παρέμβαση από πρόσωπα της κυβέρνησης και από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς σχετικά με το πού θα νοσηλευτώ και πάλι για λόγους «ασφαλείας». Θα πρόκειται για μία ακόμη ωμή πράξη εκδίκησης.
-Να μην επαναληφθεί το ελεεινό καθεστώς απομόνωσης και διαρκούς ελέγχου που μου επέβαλαν στο νοσοκομείο Αλεξάνδρα, το οποίο μόνο προβλήματα στην ομαλή έκβαση της νοσηλείας μου μπορεί να προκαλέσει, ενώ μπορεί να καθορίσει με τον πλέον αρνητικό τρόπο και τον τοκετό.
-Να μην παρίσταται κανένας φρουρός στις εξετάσεις μου, στις επισκέψεις των γιατρών, στις φροντίδες των νοσηλευτριών και, βέβαια, να μην παρίσταται μπάτσος – ούτε γυναίκα – στην αίθουσα του τοκετού, πρακτική που αποτελεί τη μέγιστη προσβολή της αξιοπρέπειας των γυναικών κρατουμένων. Επίσης, το ιατρικό μου ιστορικό, τα προσωπικά μου στοιχεία που συνδέονται μ’ αυτό και το σώμα μου, όχι μόνο δεν μπορώ ν’ ανεχτώ να βρίσκονται υπό τον διαστροφικό έλεγχο των κατασταλτικών μηχανισμών, αλλά θεωρώ όλη αυτή τη διαδικασία από μόνη της πρακτική πολέμου, τιμωρίας και εκδίκησης από τους πολιτικούς μου αντιπάλους που την επιβάλλουν.
-Να σταματήσει το επίσης εκδικητικό καθεστώς απομόνωσης, να μπορώ να δέχομαι επισκέψεις και να μπορώ να επικοινωνώ τηλεφωνικά. Επίσης, να μπορώ να έχω την 24ωρη φροντίδα συγγενικών μου προσώπων, γεγονός απολύτως απαραίτητο.
Επειδή μέχρι στιγμής, όποτε με αναλάμβανε το υπουργείο καθεστωτικής τάξης και η αντιτρομοκρατική, αντιμετώπιζα συνεχώς προβλήματα που απειλούσαν την υγεία και τη ζωή του γιου μου, δηλώνω πως, αν δεν γίνουν σεβαστές οι παραπάνω βασικές προϋποθέσεις για να έχω έναν ασφαλή τοκετό, αυτό θα σημαίνει πως όχι μόνο δεν έχουν καμία πρόθεση οι πολιτικοί μου αντίπαλοι να σταματήσουν να στοχεύουν το παιδί μου, αλλά πως θέλουν να επιμείνουν και να εντείνουν αυτόν τον πόλεμο.
Οποιαδήποτε άσχημη εξέλιξη της εγκυμοσύνης μου υπό αυτές τις εχθρικές και εκδικητικές συνθήκες, οποιοσδήποτε νέος κίνδυνος για τη ζωή του γιου μου θα είναι μια ωμή απόπειρα πολιτικής δολοφονίας του αγέννητου παιδιού μου, το οποίο εννοείται πως δεν είναι κρατούμενος και ας αντιμετωπίζεται ως αιχμάλωτος πολέμου. Αυτή την απόπειρα δολοφονίας χρεώνω κατ’ αρχήν προσωπικά στον Χρυσοχοΐδη.
Συνυπεύθυνοι όμως θα είναι οι πολιτικοί και επιχειρησιακοί του υφιστάμενοι, ο Παπανδρέου και το σύνολο της κυβέρνησης.
Πόλα Ρούπα
Φυλακές Κορυδαλλού
από το http://blognonserviam.wordpress.com/